Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Σκέψεις για τη παρουσίαση του έργου: Περιγραφή του ήρωα


Οδηγίες προς τον ηθοποιό : Σε όλο το έργο «είναι» ο Αλέκος. Όταν υποδύεται τον Νεκροθάφτη Αργύρη  Ζώμα  είναι ο ηθοποιός ο οποίος υποδύεται τον Αλέκο ο οποίος υποδύεται τον νεκροθάφτη Αργύρη  Ζώμα.   

Ο ήρωας  
Το όνομα του είναι Αλέκος

Ο Αλέκος είναι ένας έξυπνος άντρας, ο οποίος φέρεται σαν παιδί.
Δεν έχει ολοκληρώσει ποτέ τίποτα, παρ’ όλες τις πολλές ικανότητες που διαθέτει…

Δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, δεν έχει ολοκληρώσει καμιά δουλειά ή σταδιοδρομία, δεσμό, οικογένεια…
Για τον Αλέκο το παν είναι το στυλ. Του αρέσει όλα να κρατάνε σε μικρές διάρκειες, ώστε να φαίνεται η ευφυΐα, η αποτελεσματικότητα του και κυρίως το στυλ στις κινήσεις του.

Θέλει σε κάθε αναμέτρηση να βγαίνει νικητής. Όχι μόνο να κερδίζει αυτό που υποστηρίζει ή διεκδικεί, αλλά και να το κάνει με στυλ, δηλαδή να κερδίζει το κοινό γύρω του που τον παρακολουθεί, να πληθαίνουν οι θαυμαστές του.
Υπολογίζει ιδιαίτερα τους θαυμαστές του. Δίνει για αυτούς κάθε φορά μια μικρή παράσταση: όταν μιλάει στο τηλέφωνο, όταν διηγείται μια ιστορία, όταν προτείνει μια ιδέα για να γεμίσουν τις βαρετές ώρες τους.  
Με τον καιρό έχει αναπτύξει ένα συγκεκριμένο τύπο συμπεριφοράς:
ο τρόπος που μιλάει

ο τρόπος που χαιρετάει

ο τρόπος που κοιτάζει
ο τρόπος που υποστηρίζει την άποψη του

ο τρόπος που κερδίζει

ακόμα και ο τρόπος που χάνει
Ο Αλέκος από παλιά κέρδιζε πάντα τη παρέα, γινόταν ο αρχηγός της, χάραζε το στίγμα της, έδειχνε την κατεύθυνση της.

Στο σχολείο όλοι θέλανε να είναι οι κολλητοί του.  
Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής με την έννοια του επιμελή μαθητή, αλλά ήταν ένας ευφυής μαθητής.  

Την εποχή που τελείωνε το Λύκειο ήταν της μόδας η άρνηση στη δουλειά και στις σπουδές. Ο ίδιος είχε οργανώσει μια μικρή θεωρία που υποστήριζε αυτή την άποψη και την έλεγε στους θαυμαστές του.  
Είχε πάρει στον λαιμό του αρκετούς συμμαθητές  του που ακολούθησαν  τις θεωρίες του.

Ο ίδιος όμως δεν τις ακολούθησε …
Στην αρχή δέχτηκε μια απειλή από τον πατέρα του για το κόψιμο του χαρτζιλικιού. Όμως το τελικό χτύπημα ήταν ο συναισθηματικός εκβιασμός από την μάνα του, τη μόνη γυναίκα που πραγματικά λάτρευε… έτσι βρέθηκε να δίνει στις πανελλήνιες.

Επειδή οι γονείς του δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη για την συνέχιση της μελέτης, βάλανε την αδελφή της μάνας του, μια φιλόλογο, να του κάνει μαθήματα. Η όμορφη θεία, που της είχε και αυτής αδυναμία, ολοκλήρωσε την οικογενειακή παγίδα που του είχε στηθεί.
Ο Αλέκος δέχτηκε γιατί ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα αποτύχει. Τελικά έπεσε έξω: ήταν ο τελευταίος που πέρασε στην Αθήνα στο φιλολογικό.
Τελείωσε μόνο τα δύο εξάμηνα, του άρεσε γιατί ήταν ανάμεσα σε κορίτσια που όλα τον λάτρευαν.
Μετά έγινε ο αιώνιος φοιτητής, έπαιρνε την κάρτα μόνο για τα λεωφορεία  

Μετά μπλέχτηκε με την οικολογία
Με τους ποδηλάτες

Τους ανένταχτους

Μετά ήρθε η εποχή της αγανάκτησης.
Άρχισε να αγανακτεί με την κατάσταση, με τους εργοδότες, με την βουλή, με την φορολογία, με την Μέρκελ, ακόμα και με τους φίλους του. Στο τέλος με τον ίδιο του τον εαυτό.

 Ο Αλέκος δεν είναι γραφικός τύπος.
Είναι μια ιδιόμορφη κατάσταση ενός ιδιοφυούς ατόμου που για κάποιο λόγο έχει χάσει το δρόμο του. Θα μπορούσε κάτω από ειδικές συνθήκες, αν τον ενθουσίαζε κάποιο γεγονός έντονα, και κατόρθωνε να πειθαρχήσει σε ένα θέμα για μεγάλη διάρκεια, θα μπορούσε να φτάσει ψηλά.  

Αυτή η συνθήκη όμως μέχρι τώρα δεν είχε υπάρξει. Δεν είχε βρεθεί το πρόσωπο ή  το γεγονός, που να τον κάνει να υπερβεί την καθημερινή του κατάσταση και να τον αναγκάσει να αντιδράσει διαφορετικά. Να αξιοποιήσει την ευφυΐα του. Χωρίς στόχο ή κάποιο ενδιαφέρον πρόβλημα ο ιδιόμορφος τρόπος σκέψης του περιοριζόταν στο να ροκανίζει τον εγκέφαλο του, να διαστείλει τις δράσεις του  να ακυρώνει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Το μυαλό του, σαν ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο δεν παρήγαγε πια τίποτα  το αξιόλογο πάρα μόνο μια έντονη μορφή ασάφειας και αδιέξοδου.
Σε όλα αυτά το μόνο που τον έσωζε θα ήταν πάλι το στυλ.

Αυτό το στυλ και η αποδοχή του στους κύκλους του, τον ικανοποιούσε απόλυτα και δεν χρειαζόταν να ψάξει κάτι πιο βαθύ με τις ικανότητες που όντως διάθετε.

Πολλές φορές όμως τον έφερνε και αυτό σε ένα αδιέξοδο, τόσο ασαφές που δεν το έπαιρνε καν είδηση.
Αφού πέρασε ένα μήνα ο Αλέκος στο σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους και προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να βρει μια λύση στα προβλήματα και να την ανακοινώσει στις ανοιχτές συνελεύσεις, διαπίστωσε ότι μάλλον δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει.

Διαπίστωσε με τρόμο ότι είχε χάσει το στυλ του. Είχε αρχίσει να μην κερδίζει το κοινό… ή το πρόβλημα ήταν πολύ δύσκολο, τον ξεπέρναγε.
Πήρε όμως εκείνη τη στιγμή μια σημαντική  απόφαση:

Να φύγει από το πατρικό του σπίτι.
Δεν είχε σκεφτεί πολύ καλά όλες τις λεπτομέρειες, απλά αποφάσισε να οργανώσει μόνος του τη ζωή του.                   

Απάντησε σε μια αγγελία στο facebook, του άρεσε και η φωτογραφία της κοπέλας που έγραφε ότι είχε βρει καλύτερο σπίτι και έψαχνε να υπενοικιάσει το δικό της.
Για κάποιο λόγο τον έκανε να ενδιαφερθεί για αυτή την κατάσταση. Έριξε μια ματιά στο προφίλ της ( ανθρωπολογικές έρευνες, φράσεις (που ο ίδιος δεν θα τις έλεγε ποτέ)  στο τοίχο με αρκετά like) … σίγουρα δεν ήταν από τα άτομα που θα γινόταν θαυμάστρια του στυλ του. Αυτό τον έριξε και άλλο,  σε σχέση με την αλλαγή που θα ήθελε να κάνει στη ζωή του.
Η κοπέλα ήταν κοινωνιολόγος και έκανε έρευνα στα γεγονότα του 19ου αιώνα στην Ελλάδα που δημιούργησαν την σημερινή κατάσταση. 

Παρόλα αυτά ο Αλέκος συντόνισε τις δυνάμεις του και προσπάθησε να τις την πέσει.
Το μόνο που κατόρθωσε όμως ήταν  να βρεθεί στο διαμέρισμα που ήθελε να ξεφορτωθεί η κοινωνιολόγος με ένα νοίκι να τρέχει.

Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο: Βρισκόταν σε ένα διαμέρισμα χάος με οτιδήποτε αντικείμενο είχε μαζέψει τα τελευταία χρόνια μαζί με διάφορα άλλα αντικείμενα που δεν είχε ακόμα πάρει η παλιά ένοικος από το διαμέρισμα.
Δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει; Από που να αρχίσει; Πώς να οργανώσει την καινούργια κατάσταση;

 Βέβαια με όλη την ψυχραιμία και αξιοπρέπεια που διέθετε προσπαθούσε να διατηρήσει  το στυλ του, να είναι χαλαρός.
Η προηγούμενη ένοικος τον παγίδευσε, χωρίς να το θέλει, μέσα σε πολύ απλά, άλλα στέρεα σχήματα σκέψης, οι οποίες τον έφεραν αντιμέτωπο σε πρωτόγνωρα διλήμματα που περιγράφονται μέσα σε απλές φράσεις.

Ήταν το στυλ της παλιάς ενοίκου που δεν άφηνε πολλά περιθώρια: τον είχε γοητεύσει σε επικίνδυνο βαθμό. Είχε παγιδευτεί από την ίδια του την τεχνική.
Μόνο που αυτή η αντίπαλος είχε ένα καλά οργανωμένο οπλοστάσιο εκτός του στυλ:

Είχε συγκεκριμένο στόχο, πρόγραμμα, πλάνο εργασίας…
Η συνθήκες αυτές τελικά τον έφεραν αντιμέτωπο με ένα κείμενο το οποίο είχε γραφτεί από κάποιον 150 χρόνια πριν. Θα μπορούσε εν δύναμη κάτω από άλλες συνθήκες να είχε γραφτεί το κείμενο από ένα μυαλό σαν το δικό του… αν είχε βρει τον δρόμο του… δυστυχώς όμως βρισκόταν πολύ μακριά από αυτόν τον δρόμο.

Το κείμενο προτεινόμενο από την κοπέλα που άθελα της τον είχε παγιδεύσει, όπως η μάνα του και η όμορφη θεία του παλαιότερα, βρισκόταν μπροστά του σαν πρόκληση… και ως γνωστόν του άρεσαν οι προκλήσεις.
Ξεκίνησε την ανάγνωση, στην αρχή από περιέργεια, μετά από ανία, μετά από θυμό  για αυτά που διάβαζε.

Το κείμενο σταδιακά τον ρούφηξε μέσα του, τον μεταμόρφωσε σε ήρωα, τον ήρωα του έργου που διάβαζε.
Από κάποια στιγμή και μετά δεν μπορούσε να βγει έξω από το κείμενο… εκτός από ένα τηλεφώνημα της κοπέλας που αυτή τον έσπρωξε σε αυτή την ανάγνωση. Τελικά μόνο αυτή μπορούσε να σταματήσει την συγκεκριμένη ανάγνωση.
 
- Καλησπέρα, είμαι η παλιά ένοικος, μήπως βρήκες ένα φάκελο με το όνομα: Η αρχή Αθήνα 1895 περίπτωση Ροΐδη;

Θυμίζει το «Happy end» των ταινιών του 60, όμως ισχύει το 2013; Για το συγκεκριμένο έργο δεν έχει καμία σημασία. Ποιο σημαντική είναι η ερώτηση που ο Αλέκος – νεκροθάφτης – Ροΐδης απευθύνει προς το κοινό: «Επείνασες συ ποτέ σου;»      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου