Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Αρχείο υλικών για την ολοκλήρωση της δημιουργίας του έργου: Ασμοδαίος: εβδομαδιαία σατυρική και γελοιογραφική εφημερίδα που εξέδιδε στην Αθήνα ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μαζί με τον Θέμο Άννινο.

Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε για μια μόνο δεκαετία, από το 1875 μέχρι το 1885, με μιά μικρή μόνο διακοπή κατά τον Ιούλιο του 1876. Ως προμετωπίδα της εφημερίδας φέρονταν ο βιβλικός δαίμονας Ασμοδαίος σε μορφή μικρού τοξοβόλου σάτυρου ερωτιδέα.

Ο Ασμοδαίος  είναι ένας ημι-βιβλικός δαίμονας που είναι γνωστός χάρη κυρίως στο βιβλίο του Τωβίτ. Αναφέρεται επίσης σε ορισμένους ταλμουδικούς θρύλους και στη δαιμονολογία, ως ηγετική μορφή κατά την κατασκευή του ναού του Σολομώντα. Κατά τη γνώμη πολλών ακαδημαϊκών, θρύλοι για τον Ασμοδαίο προέρχονται από το Ζωροαστρισμό, και ενσωματώθηκαν στον Ιουδαϊσμό (και επομένως και στον Χριστιανισμό) κατά την κυριαρχία των Αχαιμενιδών Περσών στους Ιουδαίους.

Σημαντικότεροι συνεργάτες της εφημερίδας αυτής ήταν οι Γεώργιος Σουρής, Μιχαήλ Μητσάκης, Ευάγγελος Κουσουλάκος, Δημήτριος Κόκκος, Αριστείδης Ρούκης, Μπάμπης Άννινος, Νικόλαος Σαράντης κ.ά.

Η σάτυρα αλλά και η ευφυολογία του Ασμοδαίου σε γενικές γραμμές ήταν κόσμια, κομψή, πολιτισμένη χωρίς τίποτε το άγριο και χωρίς προσωπικές επιθέσεις. Διακρίνονταν όμως περισσότερο για τις υπέροχες εικονογραφήσεις που περιελάμβανε, σε πνεύμα λεπτότητας, που οφείλονταν κυρίως στον Θέμο Άννινο που είχε αναγάγει τη γελοιογραφία σε επίπεδο "υψηλής τέχνης".

 Στο τελευταίο φύλλο του Αυγούστου του 1885 η ανακοίνωση της παύσης της έκδοσης αναγγέλθηκε με στίχους του Σουρή. Ο υπογράφων στον Ασμοδαίο με το ψευδώνυμο "Θεοτούμπης", Εμμανουήλ Ροΐδης, αποχαιρέτησε τους αναγνώστες με το τελευταίο του άρθρο που καυτηρίαζε τους διάφορους κατά καιρούς επικριτές του:

Τὸ τελευταῖον ἄρθρον τοῦ Ἀσμοδαίου


 Ὁ Θεοτούμπης παραιτεῖται τοῦ Ἀσμοδαίου, πιθανῶς δὲ καὶ ὁ Ἀσμοδαῖος τῆς δημοσιότητος ἐπί τινα καιρόν· πράττει δὲ τοῦτο κατὰ καθῆκον, πεισθεὶς ὅτι τὰς ἰδέας του περὶ διαθέσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Ἑλλάδος ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀδύνατον εἶναι νὰ συμμερισθῇ ἡ πλειονοψηφία τοῦ εὐγενοῦς κοινοῦ καὶ τῆς γενναίας φρουρᾶς.
Ἡ πεποίθησις αὕτη ἤστραψεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀκαταμάχητος καὶ φοβερὰ προχθὲς ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐνῶ διήρχετο διὰ τῶν διόπτρων τὰ θρανία τὰ βρίθοντα, ἕνεκα τῆς ἀργίας τοῦ Φαλήρου, γνωρίμων προσώπων. Ἀλλὰ μεταξὺ ἑκατὸν τοιούτων οὐδὲ εἰκόσιν ὑπῆρχον μὴ ὑπηρετοῦντα τὴν πατρίδα διὰ τοῦ ξίφους ἢ τοῦ καλάμου ἐπὶ δικαία ἀμοιβή.
Ἡ ἀναλογία αὕτη ὑπαγορεύει εἰς ἡμᾶς τὴν ἀκόλουθον ὀρθήν, νομίζομεν, σκέψιν: Ὁ πολὺ πληθυσμὸς τῆς Ἑλλάδος συνίσταται ἐκ πεντήκοντα χιλιάδων ἀνθρώπων γνωριζόντων ἀνάγνωσιν καὶ ἀνορθογραφίαν καὶ τρεφομένων ὑπὸ ἑνὸς ἐκατομμυρίου ἀγραμμάτων φορολογουμένων. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ ἀγράμματοι οὖτοι δύνανται ν᾿ ἀναγνώσωσι τὸν ὑπὲρ αὐτῶν συνηγοροῦντα Ἀσμοδαῖον, οὔτε παρὰ τῶν ἐν πρυτανείῳ τρεφομένων ἀναγνωστῶν του δύναται οὖτος νὰ ἐλπίσῃ, ὅτι χάριν αὐτοῦ καὶ τῆς πατρίδος θέλουσιν ἀνταλλάξει ἀντὶ ποδιὰς μαγείρου ἢ βελόνης ὑποδηματοποιοῦ τὸ εὐγενὲς ἐπάγγελμα τοῦ κοσμεῖν τὰς στήλας τοῦ προϋπολογισμού. Ὁ κ. Ζαΐμης ἔχει λοιπὸν πληρέστατα δίκαιον ἀποφαινόμενος ὅτι ἄσκοπος εἶναι ὁ Ἀσμοδαῖος, ὁ ἀπαιτῶν παρ᾿ αὐτοῦ καὶ τῶν συμμάχων τοῦ ν᾿ ἀφίνωσι ψιχία τινὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου αὐτοῦ τοῦ τρέφοντος τὴν ἀγέλην τῶν δασοφυλάκων, καθηγητῶν, βαθμοφόρων, συνταξιούχων, ὑποτρόφων, γραφέων καὶ ἄλλων στύλων τῆς πλειονοψηφίας.
Ἐν πάσῃ λοιπὸν ταπεινότητι ὁμολογοῦμεν ὅτι ὁ πράγματι ἄσκπος σήμερον Ἀσμοδαῖος τότε μόνον δύναται νὰ ἔχῃ πρακτικόν τινα σκοπόν, ὅταν δυνηθῇ νὰ στρατολογήση ἀναγνώστας μεταξὺ τῆς τάξεως ὑπὲρ ἧς συνηγορεῖ ἀντὶ ἐκείνης ὑφ᾿ ἧς ἀναγινώσκεται. Ἀλλὰ κατὰ τοῦ τοιούτου κινδύνου ἀσφαλῆ ἔλαβον μέτρα οἱ συντάκται τοῦ προϋπολογισμοῦ, ὁρίσαντες ἐν αὐτῷ ὑπὲρ μὲν τῆς ἀνωτέρας ἐκπαιδεύσεως, ἤτοι τοῦ φυτωρίου ἐξ οὗ στρατολογεῖται ὁ ἱερὸς λόχος τῶν κηφήνων, ἓν καὶ ἥμισυ ἐκατομμύριον, διὰ δὲ τοὺς παῖδας τοῦ γεωργοῦ, ἐξ αἰσχύνῃς νὰ μὴ ἀφήσωσι τίποτε, δραχμὰς ἑκατὸν πεντήκοντα χιλιάδες.
Μή τις νομίσῃ ὅτι πρὸς κατηγορίαν τῶν πολιτευομένων ἀνεγράψαμεν τοὺς ἀνωτέρω δύο ἀριθμούς. Ἀπ᾿ ἐναντίας προθύμως ἀναγνωρίζομεν ὅτι φρονίμως καὶ συνετῶς πολιτεύονται μὴ ἐπιτρέποντες νὰ μανθάνῃ γράμματα πᾶς μὴ κηφήν. Ἐν τῇ Δύσει, ἅμα ἠδυνήθη ν᾿ ἀναγνώσῃ ὁ λαὸς τὸ εὐαγγέλιον, εὐθὺς ἀπελάκτισε τὸν Πάπαν καὶ ἐν τῇ πρώτῃ ὁρμῇ τῆς ἀγανακτήσεώς του ἔκαυσε τὰ μοναστήρια καὶ ἐκρέμασε τοὺς ἱερεῖς. Ὁμοία τὶς ἐπίκειται καὶ παρ᾿ ἡμῖν διαμαρτύρησις, ἅμα, πλὴν τῶν μυρίων φορολογούντων, δυνηθῶσι καὶ οἱ ἑκατοντακισμύριοι φορολογούμενοι ν᾿ ἀναγνώσωσι τῆς Ἑλλάδος τὸν προϋπολογισμόν.
Ἐκ τῆς ἀναγνώσεως ταύτης ἤθελον διδαχθῇ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅτι, ἐνῶ κατ᾿ ἀναλογίαν τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἔπρεπε νὰ ἀρκῇ ἐν ἥμισυ ἐκατομμύριον πρὸς εἴσπραξιν τῶν φόρων, ἐξοδεύονται τέσσαρα πρὸς τοῦτο παρ᾿ ἡμῖν· ὅτι ἄνευ στόλου ἢ στρατοῦ καταβάλλονται περὶ τὰ πέντε εἰς μισθοὺς χερσαίων καὶ θαλασσίων, ἐν ἐνεργείᾳ, διαθεσιμότητι ἢ συντάξει βαθμοφόρων, μετὰ δὲ τὴν τελευταίαν κατὰ τῆς στηλιτικῆς σπατάλης ἐξέγερσιν, ἀντὶ τῆς ἐλπιζομένης ἐλαττώσεως, ηὐξήθη κατὰ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας δραχμῶν τὸ ἐτήσιον ἔξοδον πρὸς συντήρησιν ἐπωμίδων.
Οἱ ἀπηλπισμένοι ἀναθέτουσιν εἰς τὸν θάνατον τὰς ἐλπίδας. Οὕτω καὶ τὸ ταμεῖον ἡμῶν ἤλπιζεν ἐξ αὐτοῦ βαθμιαίαν ἐλάφρωσιν τοῦ πιέζοντος αὐτὸ ἄχθους. Ἀλλά, κατὰ παράδοξον ἀντίφασιν, ἐφ᾿ ὅσον ἀποθνῄσκουσι, πολλάκις ἐπὶ τῆς ψιάθης, οἱ συνταξιοῦχοι τοῦ μεγάλου ἀγῶνος, ἐπὶ τοσοῦτον αὐξάνουσιν αἱ ἤδη διπλασιασθεῖσαι συντάξεις. Οἱ ὄνυχες τῆς ἁρπακτικῆς ἀγέλης εἶναι παρ᾿ ἡμῖν ὀξύτεροι ἢ τὸ δρέπανον τοῦ θανάτου.
Ἀγαπῶντες πρὸ παντὸς ἅλλου τὴν δικαιοσύνην, δὲν λέγομεν ὅτι εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἀρέσκονται πάντες ἀνεξαιρέτως οἱ βουλευταὶ καὶ κομματάρχαι, ἀλλὰ τοῦτο μόνον: ὅτι τινὲς ἐξ αὐτῶν τὴν ἐδημιούργησαν ἐκ φιλαρχίας, σήμερον δὲ πάντες ὑφίστανται αὐτὴν ἐξ ἀνάγκης. Οἵ τε φαῦλοι καὶ οἱ ἀγαθοὶ πράττουσι παρ᾿ ἡμῖν τὰ αὐτά, ἡ δὲ μεταξὺ αὐτῶν διαφορὰ περιορίζεται εἰς τὸ ὅτι οἱ μὲν τὰ πράττουσι μετὰ χαρᾶς, οἱ δὲ ἄνευ χαρᾶς.
Ἡ θέσις τῶν παρ᾿ ἡμῖν πολιτευομένων πολὺ ὁμοιάζει τὴν τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Βυζαντινῆς Ῥώμης, οἵτινες πρὸς κατάληψιν τοῦ θρόνου συνεμάχουν μετὰ Φράγκων, Τούρκων καὶ Βουλγάρων, εἰς οὖς αὐτοί τε καὶ οἱ ὑπήκοοι αὐτῶν ἐπλήρωνον ἔπειτα λύτρα. Ἀπαραλλάκτως καὶ οἱ ἡμέτεροι φατριάρχαι, πρὸς σχηματισμὸν ἢ ἐνίσχυσιν κόμματος, ἐστρατολόγουν ἐκ τῶν τριόδων μισθοφόρους, οὖς ἐπλήρωνον διὰ δημοσίων χρημάτων, ἤτοι διὰ δημιουργίας θέσεων ὅλως περιττῶν. Τῶν τοιούτων μισθοφόρων ἐπὶ τοσοῦτον ἐπολλαπλασιάσθη προϊόντος τοῦ χρόνου ὁ ἀριθμὸς καὶ τὸ θράσος, ὥστε κατέστησαν σήμερον ἡ μόνη ἀξιόμαχος δύναμις τῆς Ἑλλάδος, πρὸ τῇ ςοποίας καὶ βασιλεία καὶ κυβέρνησις καὶ Βουλὴ καὶ ὁλόκληρον τὸ ἔθνος κύπτει τὸ γόνυ μετὰ τρόμου.
Ἐσφαλμένως, νομίζομεν, παρωμοίασάν τινες τοὺς ἡμετέρους κομματάρχας πρὸς ἀρχηγοὺς λῃστρικῶν συμμοριών. Τὸ πταῖσμα αὐτῶν εἶναι ὅτι ἐδημιούργησαν τὰς συμμορίας· σήμερον ὅμως, ἀντὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ αὐτῶν, κατήντησαν ἁπλοῖ μεσῖται, διὰ τῶν ὁποίων αἱ συμμορίαι αὗται διαπραγματεύονται πρὸς τὸ ἔθνος τὰ λύτρα ἀνθ᾿ ὧν συγκατανεύουσι νὰ παραχωρήσωσιν αὐτῷ ἀσφάλειαν ζωῆς καὶ περιουσίας. Τὰ λύτρα ταῦτα καλοῦνται κατ᾿ εὐφημισμὸν προϋπολογισμός. Ἀπόδειξις ὅμως τοῦ ἀληθοῦς αὐτῶν χαρακτῆρος εἶναι ἡ δουλικὴ εὐπείθεια μεθ᾿ ἧς ὁλόκληρος ἡ Βουλή, σιγώσης τῆς ἀντιπολιτεύσεως, σπεύδει νὰ τὰ καταβάλῃ ἄνευ συζητήσεως εἰς τὸν εἰσπράκτορα τῆς κατισχυούσης συμμορίας, καλῶς γνωρίζουσα ὅτι πᾶσα ἀντίστασις ἢ ἀπόπειρα ἐλαττώσεως αὐτῶν ἤθελε τιμωρηθῇ δι᾿ ἀναστατώσεως τὴν ἐπιοῦσαν.
Τὸ δὲ ὄντως λυπηρὸν εἶναι ὅτι καὶ ὑποτασσόμενοι εἰς πᾶσαν ταπείνωσιν καὶ κακουχίαν, στέργοντες νὰ μένωμεν ἄοπλοι καὶ εἰς πᾶσαν ὕβριν ἐκτιθέμενοι, πάλιν δὲν κατορθοῦμεν νὰ πληρώνωμεν ὁλοσχερῶς τὰ κατ᾿ ἔτος ἐξογούμενα ἡμῶν λύτρα, ἀναγκαζόμενοι νὰ δανειζώμεθα ἀκαταπαύστως, καὶ ἴσως μετ᾿ οὐ πολὺ νὰ παραστήσωμεν τὸ πρωτοφανὲς ἐν τῇ ἱστορίᾳ θέαμα ἔθνους χρεωκοποῦντος ἄνευ παρασκευῶν, ἄνευ πολέμου, ἄνευ ἐπαναστάσεως ἢ ἄλλης τινὸς ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε γνωστῶν προφάσεων χρεωκοπίας. Τοῦτο πάντες βλέπομεν, ἡ δὲ ἐπιστήμη τὸ κηρύττει διὰ τοῦ στόματος τοῦ κ. Σούτσου, ὑποδεικνύοντος τὰς οἰκονομίας ὡς τὴν μόνην σωτηρίας ὁδόν. Πρὸς ταύτην ὅμως οὐδεὶς πολιτευόμενος τολμᾷ νὰ τραπῇ, οὐχὶ ἐξ ἐλλείψεως πατριωτισμοῦ, ἀλλὰ διότι καλῶς γνωρίζει ὅτι ἀδύνατον εἶναι νὰ προχωρήσῃ ἐπ᾿ αὐτῆς, χωρὶς νὰ προσκρούσῃ ἀνὰ πᾶν βῆμα εἰς προσωπικὰ συμφέροντα, ἅτινα θέλουσιν ὀρθωθῇ κατ᾿ αὐτοῦ ὡς ἔχιδναι φαρμακεραὶ τῶν ὁποίων ἐπατήθη ἡ οὐρά.
Εἰς τὴν ἀνάπτυξιν ταύτην, τοῦ τι ἐννοοῦμεν διὰ τῆς λέξεως ἀγέλη προέβημεν, ἀποχαιρετῶντες σήμερον τὴν δημοκρατίαν, διότι, παρεξηγοῦντές τινες ἡμᾶς, ὑπέθεσαν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο ἀποδίδομεν εἰς αὐτὴν τὴν Βουλήν, ἐνῶ αὕτη, ὡς καὶ πᾶσα ἐν Ἑλλάδι ἐξουσίᾳ, οὐδὲν ἄλλο εἶναι εἰμὴ θαλαμηπόλος καὶ ἐκ φόβου τροφοδότις τῆς νεμομένης τὸν τόπον παντοδυνάμου ἀγέλης.
Κατὰ ταύτης μόνης ἐκήρυξε πόλεμον ὁ Ἀσμοδαῖος καὶ ἤλπιζεν ἐν τῇ ἁπλότητι τῆς καρδίας του ὅτι ῥίπτων ἀκαταπαύστως μυΐας εἰς τὸ πινάκιον ὅπερ παραθέτει τὸ ἔθνος εἰς τοὺς Πύρλας, Δαραλέξας, Θεοδώρους, Παγκράτας καὶ Γαρδελίνους, ἤθελε κατορθώσει ν᾿ ἀηδιάσωσι τὸ φαγητόν. Ἀλλ᾿ οἱ κύριοι οὖτοι δὲν εἶναι σικχασάριδες.
Παραιτούμενοι σήμερον ἀνωφελοῦς ἀγῶνος, παρηγορούμεθα διὰ τῆς ἑξῆς σκέψεως: ὅτι πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἔθνη κατὰ περίοδόν τινα τοῦ βίου τῶν ὑπέστησαν αἰσχρόν τινα ζυγόν. Κατὰ τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα ἐδέσποζον ἐν Ἰσπανίᾳ οἱ Ἱερεξετασταί, κατὰ τὸν δέκατον ἕκτον οἱ δολοφόνοι ἐν Ἰταλίᾳ καὶ κατὰ τὸν δέκατον ὄγδοον ἐν Γαλλίᾳ αἱ πόρναι. Οὕτω καὶ παρ᾿ ἡμῖν σήμερον αἱ βδέλλαι τοῦ προϋπολογισμοῦ.
Παράδοξον θέλει φανῇ εἰς πολλούς, ἀλλ᾿ ἐν τούτοις εἶναι ἀληθὲς καὶ τὸ ἑξῆς: ὅτι οἱ ἀπαρτίζοντες τὴν φθοροποιὸν ταύτην ἀγέλην δὲν εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κακοὶ ἄνθρωποι. Οἱ εἰς Ἀφρικὴν περιηγηταὶ περιγράφουσι φυλάς τινας ἀνθρωποφάγων, οἵτινες εἶναι κατὰ τὰ ἄλλα τίμιοι, ἥμεροι, φιλόξενοι καὶ περιποιητικοί, μόνον ἐλάττωμα ἔχοντες τὴν κακὴν συνήθειαν νὰ τρώγωσιν ἀνθρώπινον κρέας, ὡς οἱ ἡμέτεροι κηφῆνες νὰ ῥοφῶσι τὸν ἱδρῶτα τοῦ λαοῦ.
Σπογγίζων τὸν κάλαμον, εὐχαριστεῖ ὁ Ἀσμοδαῖος τοὺς εὐμενεῖς ἀναγνώστας τοῦ διὰ τὴν ὄντως σπανίαν ἐν Ἑλλάδι προθυμίαν μεθ᾿ ἧς ὑπεδέχθησαν αὐτόν. Ἀληθὲς ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι ὅτι τὰ δημοσιογραφικὰ ὄργανα τῆς ἀγέλης τὸν ὠνόμασαν ἐν συναυλίᾳ ἀσεβῆ, ἄπατριν, χριστομάχον, προδότην, φατριαστὴν καὶ κακοήθη. Ταῦτα πάντα ἀνεγινώσκομεν γελῶντες· ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους μία τῶν ἐφημεριδῶν τούτων, ἀποκαλέσασα τὸν Ἀσμοδαῖον συνάδελφον, εὗρε τὸ τρωτὸν τοῦ θώρακός του καὶ ἠνάγκασεν αὐτὸν νὰ ῥίψῃ τὸν κάλαμον ἀνακράζων: «Ἔστω προδότης, ἄπατρις, ἀσεβὴς καὶ κακοήθης. Ἀλλὰ συνάδελφος τῶν ἀνθρώπων τούτων! Ἀπόστρεψον, Κύριε, ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο».
Από την Βίκιπαίδεια την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια



Τα τεύχη του Ασμοδαίου βρίσκονται στη  Ψηφιακή συλλογή Κοσμόπολις

Η ψηφιακή συλλογή Κοσμόπολις περιλαμβάνει το πλήρες κείμενο 20 φιλολογικών και λογοτεχνικών περιοδικών που κυκλοφόρησαν στο ελληνικό κράτος, αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, από το 1834 ώς το 1930.Η δημιουργία της συλλογής αποτελεί το φυσικό αντικείμενο της δράσης «Ψηφιοποίηση και Δικτυακή Διάθεση του περιεχομένου Ελληνικών Φιλολογικών Περιοδικών», που υλοποιείται στο πλαίσιο του έργου Τηλεφάεσσα: Παροχή Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών της Βιβλιοθήκης & Κέντρου Πληροφόρησης (ΒΚΠ) του Πανεπιστημίου Πατρών προς την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η δημιουργία της ψηφιακής συλλογής «Κοσμόπολις» ξεκίνησε με κοινή πρωτοβουλία και ερευνητική ευθύνη που ανέλαβαν η Αθηνά Γεωργαντά (Αναπλ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών) και η Μαρία Ρώτα (Διδάσκουσα ΠΔ 407/80 στο ίδιο Τμήμα). Η δράση υλοποιείται από τη ΒΚΠ σε συνεργασία με το Τμήμα Φιλολογίας (Ειδίκευση Νεοελληνικής Φιλολογίας) του Πανεπιστημίου Πατρών, την Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ) και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών."
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου