Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Σκέψεις για τη παρουσίαση του έργου: Ο χρόνος και ο χώρος του έργου



Το υλικό του χρόνου
Το έργο κινείται σε πραγματικό χρόνο. Οι θεατές παρακολουθούν περίπου μιάμιση ώρα από την ζωή του ήρωα … σαν να κοιτάνε από τη κλειδαρότρυπα.
Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική αυτή η χρονική περίοδος που απομονώνεται από την ζωή του ήρωα.

Το υλικό του χώρου
Είναι η στιγμή που έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του ζωή. Η στιγμή που βρίσκεται σε ένα άδειο δωμάτιο με αραδιασμένες κούτες  από σούπερ μάρκετ που περιέχουν μέσα όλη του την «περιουσία», στην ουσία άχρηστα αντικείμενα, για την ακρίβεια όχι χρηστικά, αφού έμενε με τους δικούς του.
Είναι τα αρχεία της μέχρι τώρα ζωής του αραδιασμένα στο πάτωμα, που προσπαθεί να ανασυνθέσει, να πιαστεί από αυτά.   

Ο άλλος χωροχρόνος - διασύνδεση με τον έξω χώρο
Το κινητό, μια απροσδόκητη «μουσική επένδυση» που  διαταράσσει την ησυχία του σε άσχετες στιγμές, από την μία μεριά τον αποσπά από τις σκέψεις του και τον επαναφέρει στην πραγματικότητα του, από την άλλη μεριά είναι η μόνη του ελπίδα να πλησιάσει τον στόχο που έχει βάλει: να επικοινωνήσει με την άγνωστη κοπέλα που του νοίκιασε το διαμέρισμα.
Μια αποτυχημένη προσπάθεια επικοινωνίας με την κοπέλα, την Κατερίνα, έχει σαν αποτέλεσμα να διεισδύσει μέσα στο χαοτικό αρχείο του Αλέκου ένα άλλο αρχείο, το οργανωμένο αρχείο της κοπέλας που έχει ξεχαστεί στο χώρο,  το οποίο ενεργοποιεί την περιέργεια και ευφυΐα του Αλέκου.  Κεντρικό στοιχείο ένα βιβλίο, το βιβλίο του Ροΐδη που σταδιακά συνεπαίρνει τον Αλέκο, τον παγιδεύει στη πλοκή του  και τον κάνει να ταυτισθεί με τον ήρωα του Ροΐδη.      

Η θέση του θεατή στον χώρο του θεάτρου, στο χώρο της δράσης
Σταδιακά το κοινό χάνει τη σιγουριά του θεατή που βρίσκεται στο σκοτάδι: τα φώτα ανάβουν και ο Αλέκος αρχίζει να απευθύνεται προς το κοινό, αναγνωρίζει σε αυτό  ήρωες του έργου, ξεσπά απάνω του, ζητά τη βοήθεια του για να τελειώσει το έργο.
Η φωνή από τον χώρο του ηλεκτρολογείου που διατυπώνει την ερώτηση:  «πώς τελειώνει το έργο» ( του φωτιστή που βαριέται και θέλει να τελειώνει) που λειτουργεί σαν να διαβάζει  τη σκέψη των θεατών,  δημιουργεί ένα ακόμα επίπεδο εντελώς έξω από το έργο τοποθετώντας τις πραγματικές ιδιότητες του καθενός μέσα σε αυτή την αίθουσα: του ηθοποιού, των θεατών, του φωτιστή.

Τέλος χρόνου
 
Το έργο τελειώνει με την θριαμβευτική εισβολή της μουσικής που χρησιμοποιεί σαν ήχο κλήσης  του κινητού του ο Αλέκος  «I feel  good»,  μέσα στο δωμάτιο–αρχείο του.  Τέλος το «Μαύρο»,  δηλαδή το θέατρο χωρίς φωτισμό, χωρίς Φως,  που για το θέατρο σημαίνει  ΑΥΛΑΙΑ, που σημαίνει τέλος της σύμβασης, που σημαίνει υπόκλιση του ηθοποιού, που σημαίνει  χειροκρότημα του κοινού, που σημαίνει παραδοχή του έργου εκ μέρους των θεατών.       
 
 
 

 

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Σκέψεις για τη παρουσίαση του έργου: Περιγραφή του ήρωα


Οδηγίες προς τον ηθοποιό : Σε όλο το έργο «είναι» ο Αλέκος. Όταν υποδύεται τον Νεκροθάφτη Αργύρη  Ζώμα  είναι ο ηθοποιός ο οποίος υποδύεται τον Αλέκο ο οποίος υποδύεται τον νεκροθάφτη Αργύρη  Ζώμα.   

Ο ήρωας  
Το όνομα του είναι Αλέκος

Ο Αλέκος είναι ένας έξυπνος άντρας, ο οποίος φέρεται σαν παιδί.
Δεν έχει ολοκληρώσει ποτέ τίποτα, παρ’ όλες τις πολλές ικανότητες που διαθέτει…

Δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, δεν έχει ολοκληρώσει καμιά δουλειά ή σταδιοδρομία, δεσμό, οικογένεια…
Για τον Αλέκο το παν είναι το στυλ. Του αρέσει όλα να κρατάνε σε μικρές διάρκειες, ώστε να φαίνεται η ευφυΐα, η αποτελεσματικότητα του και κυρίως το στυλ στις κινήσεις του.

Θέλει σε κάθε αναμέτρηση να βγαίνει νικητής. Όχι μόνο να κερδίζει αυτό που υποστηρίζει ή διεκδικεί, αλλά και να το κάνει με στυλ, δηλαδή να κερδίζει το κοινό γύρω του που τον παρακολουθεί, να πληθαίνουν οι θαυμαστές του.
Υπολογίζει ιδιαίτερα τους θαυμαστές του. Δίνει για αυτούς κάθε φορά μια μικρή παράσταση: όταν μιλάει στο τηλέφωνο, όταν διηγείται μια ιστορία, όταν προτείνει μια ιδέα για να γεμίσουν τις βαρετές ώρες τους.  
Με τον καιρό έχει αναπτύξει ένα συγκεκριμένο τύπο συμπεριφοράς:
ο τρόπος που μιλάει

ο τρόπος που χαιρετάει

ο τρόπος που κοιτάζει
ο τρόπος που υποστηρίζει την άποψη του

ο τρόπος που κερδίζει

ακόμα και ο τρόπος που χάνει
Ο Αλέκος από παλιά κέρδιζε πάντα τη παρέα, γινόταν ο αρχηγός της, χάραζε το στίγμα της, έδειχνε την κατεύθυνση της.

Στο σχολείο όλοι θέλανε να είναι οι κολλητοί του.  
Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής με την έννοια του επιμελή μαθητή, αλλά ήταν ένας ευφυής μαθητής.  

Την εποχή που τελείωνε το Λύκειο ήταν της μόδας η άρνηση στη δουλειά και στις σπουδές. Ο ίδιος είχε οργανώσει μια μικρή θεωρία που υποστήριζε αυτή την άποψη και την έλεγε στους θαυμαστές του.  
Είχε πάρει στον λαιμό του αρκετούς συμμαθητές  του που ακολούθησαν  τις θεωρίες του.

Ο ίδιος όμως δεν τις ακολούθησε …
Στην αρχή δέχτηκε μια απειλή από τον πατέρα του για το κόψιμο του χαρτζιλικιού. Όμως το τελικό χτύπημα ήταν ο συναισθηματικός εκβιασμός από την μάνα του, τη μόνη γυναίκα που πραγματικά λάτρευε… έτσι βρέθηκε να δίνει στις πανελλήνιες.

Επειδή οι γονείς του δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη για την συνέχιση της μελέτης, βάλανε την αδελφή της μάνας του, μια φιλόλογο, να του κάνει μαθήματα. Η όμορφη θεία, που της είχε και αυτής αδυναμία, ολοκλήρωσε την οικογενειακή παγίδα που του είχε στηθεί.
Ο Αλέκος δέχτηκε γιατί ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα αποτύχει. Τελικά έπεσε έξω: ήταν ο τελευταίος που πέρασε στην Αθήνα στο φιλολογικό.
Τελείωσε μόνο τα δύο εξάμηνα, του άρεσε γιατί ήταν ανάμεσα σε κορίτσια που όλα τον λάτρευαν.
Μετά έγινε ο αιώνιος φοιτητής, έπαιρνε την κάρτα μόνο για τα λεωφορεία  

Μετά μπλέχτηκε με την οικολογία
Με τους ποδηλάτες

Τους ανένταχτους

Μετά ήρθε η εποχή της αγανάκτησης.
Άρχισε να αγανακτεί με την κατάσταση, με τους εργοδότες, με την βουλή, με την φορολογία, με την Μέρκελ, ακόμα και με τους φίλους του. Στο τέλος με τον ίδιο του τον εαυτό.

 Ο Αλέκος δεν είναι γραφικός τύπος.
Είναι μια ιδιόμορφη κατάσταση ενός ιδιοφυούς ατόμου που για κάποιο λόγο έχει χάσει το δρόμο του. Θα μπορούσε κάτω από ειδικές συνθήκες, αν τον ενθουσίαζε κάποιο γεγονός έντονα, και κατόρθωνε να πειθαρχήσει σε ένα θέμα για μεγάλη διάρκεια, θα μπορούσε να φτάσει ψηλά.  

Αυτή η συνθήκη όμως μέχρι τώρα δεν είχε υπάρξει. Δεν είχε βρεθεί το πρόσωπο ή  το γεγονός, που να τον κάνει να υπερβεί την καθημερινή του κατάσταση και να τον αναγκάσει να αντιδράσει διαφορετικά. Να αξιοποιήσει την ευφυΐα του. Χωρίς στόχο ή κάποιο ενδιαφέρον πρόβλημα ο ιδιόμορφος τρόπος σκέψης του περιοριζόταν στο να ροκανίζει τον εγκέφαλο του, να διαστείλει τις δράσεις του  να ακυρώνει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Το μυαλό του, σαν ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο δεν παρήγαγε πια τίποτα  το αξιόλογο πάρα μόνο μια έντονη μορφή ασάφειας και αδιέξοδου.
Σε όλα αυτά το μόνο που τον έσωζε θα ήταν πάλι το στυλ.

Αυτό το στυλ και η αποδοχή του στους κύκλους του, τον ικανοποιούσε απόλυτα και δεν χρειαζόταν να ψάξει κάτι πιο βαθύ με τις ικανότητες που όντως διάθετε.

Πολλές φορές όμως τον έφερνε και αυτό σε ένα αδιέξοδο, τόσο ασαφές που δεν το έπαιρνε καν είδηση.
Αφού πέρασε ένα μήνα ο Αλέκος στο σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους και προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να βρει μια λύση στα προβλήματα και να την ανακοινώσει στις ανοιχτές συνελεύσεις, διαπίστωσε ότι μάλλον δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει.

Διαπίστωσε με τρόμο ότι είχε χάσει το στυλ του. Είχε αρχίσει να μην κερδίζει το κοινό… ή το πρόβλημα ήταν πολύ δύσκολο, τον ξεπέρναγε.
Πήρε όμως εκείνη τη στιγμή μια σημαντική  απόφαση:

Να φύγει από το πατρικό του σπίτι.
Δεν είχε σκεφτεί πολύ καλά όλες τις λεπτομέρειες, απλά αποφάσισε να οργανώσει μόνος του τη ζωή του.                   

Απάντησε σε μια αγγελία στο facebook, του άρεσε και η φωτογραφία της κοπέλας που έγραφε ότι είχε βρει καλύτερο σπίτι και έψαχνε να υπενοικιάσει το δικό της.
Για κάποιο λόγο τον έκανε να ενδιαφερθεί για αυτή την κατάσταση. Έριξε μια ματιά στο προφίλ της ( ανθρωπολογικές έρευνες, φράσεις (που ο ίδιος δεν θα τις έλεγε ποτέ)  στο τοίχο με αρκετά like) … σίγουρα δεν ήταν από τα άτομα που θα γινόταν θαυμάστρια του στυλ του. Αυτό τον έριξε και άλλο,  σε σχέση με την αλλαγή που θα ήθελε να κάνει στη ζωή του.
Η κοπέλα ήταν κοινωνιολόγος και έκανε έρευνα στα γεγονότα του 19ου αιώνα στην Ελλάδα που δημιούργησαν την σημερινή κατάσταση. 

Παρόλα αυτά ο Αλέκος συντόνισε τις δυνάμεις του και προσπάθησε να τις την πέσει.
Το μόνο που κατόρθωσε όμως ήταν  να βρεθεί στο διαμέρισμα που ήθελε να ξεφορτωθεί η κοινωνιολόγος με ένα νοίκι να τρέχει.

Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο: Βρισκόταν σε ένα διαμέρισμα χάος με οτιδήποτε αντικείμενο είχε μαζέψει τα τελευταία χρόνια μαζί με διάφορα άλλα αντικείμενα που δεν είχε ακόμα πάρει η παλιά ένοικος από το διαμέρισμα.
Δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει; Από που να αρχίσει; Πώς να οργανώσει την καινούργια κατάσταση;

 Βέβαια με όλη την ψυχραιμία και αξιοπρέπεια που διέθετε προσπαθούσε να διατηρήσει  το στυλ του, να είναι χαλαρός.
Η προηγούμενη ένοικος τον παγίδευσε, χωρίς να το θέλει, μέσα σε πολύ απλά, άλλα στέρεα σχήματα σκέψης, οι οποίες τον έφεραν αντιμέτωπο σε πρωτόγνωρα διλήμματα που περιγράφονται μέσα σε απλές φράσεις.

Ήταν το στυλ της παλιάς ενοίκου που δεν άφηνε πολλά περιθώρια: τον είχε γοητεύσει σε επικίνδυνο βαθμό. Είχε παγιδευτεί από την ίδια του την τεχνική.
Μόνο που αυτή η αντίπαλος είχε ένα καλά οργανωμένο οπλοστάσιο εκτός του στυλ:

Είχε συγκεκριμένο στόχο, πρόγραμμα, πλάνο εργασίας…
Η συνθήκες αυτές τελικά τον έφεραν αντιμέτωπο με ένα κείμενο το οποίο είχε γραφτεί από κάποιον 150 χρόνια πριν. Θα μπορούσε εν δύναμη κάτω από άλλες συνθήκες να είχε γραφτεί το κείμενο από ένα μυαλό σαν το δικό του… αν είχε βρει τον δρόμο του… δυστυχώς όμως βρισκόταν πολύ μακριά από αυτόν τον δρόμο.

Το κείμενο προτεινόμενο από την κοπέλα που άθελα της τον είχε παγιδεύσει, όπως η μάνα του και η όμορφη θεία του παλαιότερα, βρισκόταν μπροστά του σαν πρόκληση… και ως γνωστόν του άρεσαν οι προκλήσεις.
Ξεκίνησε την ανάγνωση, στην αρχή από περιέργεια, μετά από ανία, μετά από θυμό  για αυτά που διάβαζε.

Το κείμενο σταδιακά τον ρούφηξε μέσα του, τον μεταμόρφωσε σε ήρωα, τον ήρωα του έργου που διάβαζε.
Από κάποια στιγμή και μετά δεν μπορούσε να βγει έξω από το κείμενο… εκτός από ένα τηλεφώνημα της κοπέλας που αυτή τον έσπρωξε σε αυτή την ανάγνωση. Τελικά μόνο αυτή μπορούσε να σταματήσει την συγκεκριμένη ανάγνωση.
 
- Καλησπέρα, είμαι η παλιά ένοικος, μήπως βρήκες ένα φάκελο με το όνομα: Η αρχή Αθήνα 1895 περίπτωση Ροΐδη;

Θυμίζει το «Happy end» των ταινιών του 60, όμως ισχύει το 2013; Για το συγκεκριμένο έργο δεν έχει καμία σημασία. Ποιο σημαντική είναι η ερώτηση που ο Αλέκος – νεκροθάφτης – Ροΐδης απευθύνει προς το κοινό: «Επείνασες συ ποτέ σου;»      

Αρχείο υλικών για την ολοκλήρωση της δημιουργίας του έργου: Ασμοδαίος: εβδομαδιαία σατυρική και γελοιογραφική εφημερίδα που εξέδιδε στην Αθήνα ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μαζί με τον Θέμο Άννινο.

Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε για μια μόνο δεκαετία, από το 1875 μέχρι το 1885, με μιά μικρή μόνο διακοπή κατά τον Ιούλιο του 1876. Ως προμετωπίδα της εφημερίδας φέρονταν ο βιβλικός δαίμονας Ασμοδαίος σε μορφή μικρού τοξοβόλου σάτυρου ερωτιδέα.

Ο Ασμοδαίος  είναι ένας ημι-βιβλικός δαίμονας που είναι γνωστός χάρη κυρίως στο βιβλίο του Τωβίτ. Αναφέρεται επίσης σε ορισμένους ταλμουδικούς θρύλους και στη δαιμονολογία, ως ηγετική μορφή κατά την κατασκευή του ναού του Σολομώντα. Κατά τη γνώμη πολλών ακαδημαϊκών, θρύλοι για τον Ασμοδαίο προέρχονται από το Ζωροαστρισμό, και ενσωματώθηκαν στον Ιουδαϊσμό (και επομένως και στον Χριστιανισμό) κατά την κυριαρχία των Αχαιμενιδών Περσών στους Ιουδαίους.

Σημαντικότεροι συνεργάτες της εφημερίδας αυτής ήταν οι Γεώργιος Σουρής, Μιχαήλ Μητσάκης, Ευάγγελος Κουσουλάκος, Δημήτριος Κόκκος, Αριστείδης Ρούκης, Μπάμπης Άννινος, Νικόλαος Σαράντης κ.ά.

Η σάτυρα αλλά και η ευφυολογία του Ασμοδαίου σε γενικές γραμμές ήταν κόσμια, κομψή, πολιτισμένη χωρίς τίποτε το άγριο και χωρίς προσωπικές επιθέσεις. Διακρίνονταν όμως περισσότερο για τις υπέροχες εικονογραφήσεις που περιελάμβανε, σε πνεύμα λεπτότητας, που οφείλονταν κυρίως στον Θέμο Άννινο που είχε αναγάγει τη γελοιογραφία σε επίπεδο "υψηλής τέχνης".

 Στο τελευταίο φύλλο του Αυγούστου του 1885 η ανακοίνωση της παύσης της έκδοσης αναγγέλθηκε με στίχους του Σουρή. Ο υπογράφων στον Ασμοδαίο με το ψευδώνυμο "Θεοτούμπης", Εμμανουήλ Ροΐδης, αποχαιρέτησε τους αναγνώστες με το τελευταίο του άρθρο που καυτηρίαζε τους διάφορους κατά καιρούς επικριτές του:

Τὸ τελευταῖον ἄρθρον τοῦ Ἀσμοδαίου


 Ὁ Θεοτούμπης παραιτεῖται τοῦ Ἀσμοδαίου, πιθανῶς δὲ καὶ ὁ Ἀσμοδαῖος τῆς δημοσιότητος ἐπί τινα καιρόν· πράττει δὲ τοῦτο κατὰ καθῆκον, πεισθεὶς ὅτι τὰς ἰδέας του περὶ διαθέσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Ἑλλάδος ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀδύνατον εἶναι νὰ συμμερισθῇ ἡ πλειονοψηφία τοῦ εὐγενοῦς κοινοῦ καὶ τῆς γενναίας φρουρᾶς.
Ἡ πεποίθησις αὕτη ἤστραψεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀκαταμάχητος καὶ φοβερὰ προχθὲς ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐνῶ διήρχετο διὰ τῶν διόπτρων τὰ θρανία τὰ βρίθοντα, ἕνεκα τῆς ἀργίας τοῦ Φαλήρου, γνωρίμων προσώπων. Ἀλλὰ μεταξὺ ἑκατὸν τοιούτων οὐδὲ εἰκόσιν ὑπῆρχον μὴ ὑπηρετοῦντα τὴν πατρίδα διὰ τοῦ ξίφους ἢ τοῦ καλάμου ἐπὶ δικαία ἀμοιβή.
Ἡ ἀναλογία αὕτη ὑπαγορεύει εἰς ἡμᾶς τὴν ἀκόλουθον ὀρθήν, νομίζομεν, σκέψιν: Ὁ πολὺ πληθυσμὸς τῆς Ἑλλάδος συνίσταται ἐκ πεντήκοντα χιλιάδων ἀνθρώπων γνωριζόντων ἀνάγνωσιν καὶ ἀνορθογραφίαν καὶ τρεφομένων ὑπὸ ἑνὸς ἐκατομμυρίου ἀγραμμάτων φορολογουμένων. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ ἀγράμματοι οὖτοι δύνανται ν᾿ ἀναγνώσωσι τὸν ὑπὲρ αὐτῶν συνηγοροῦντα Ἀσμοδαῖον, οὔτε παρὰ τῶν ἐν πρυτανείῳ τρεφομένων ἀναγνωστῶν του δύναται οὖτος νὰ ἐλπίσῃ, ὅτι χάριν αὐτοῦ καὶ τῆς πατρίδος θέλουσιν ἀνταλλάξει ἀντὶ ποδιὰς μαγείρου ἢ βελόνης ὑποδηματοποιοῦ τὸ εὐγενὲς ἐπάγγελμα τοῦ κοσμεῖν τὰς στήλας τοῦ προϋπολογισμού. Ὁ κ. Ζαΐμης ἔχει λοιπὸν πληρέστατα δίκαιον ἀποφαινόμενος ὅτι ἄσκοπος εἶναι ὁ Ἀσμοδαῖος, ὁ ἀπαιτῶν παρ᾿ αὐτοῦ καὶ τῶν συμμάχων τοῦ ν᾿ ἀφίνωσι ψιχία τινὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου αὐτοῦ τοῦ τρέφοντος τὴν ἀγέλην τῶν δασοφυλάκων, καθηγητῶν, βαθμοφόρων, συνταξιούχων, ὑποτρόφων, γραφέων καὶ ἄλλων στύλων τῆς πλειονοψηφίας.
Ἐν πάσῃ λοιπὸν ταπεινότητι ὁμολογοῦμεν ὅτι ὁ πράγματι ἄσκπος σήμερον Ἀσμοδαῖος τότε μόνον δύναται νὰ ἔχῃ πρακτικόν τινα σκοπόν, ὅταν δυνηθῇ νὰ στρατολογήση ἀναγνώστας μεταξὺ τῆς τάξεως ὑπὲρ ἧς συνηγορεῖ ἀντὶ ἐκείνης ὑφ᾿ ἧς ἀναγινώσκεται. Ἀλλὰ κατὰ τοῦ τοιούτου κινδύνου ἀσφαλῆ ἔλαβον μέτρα οἱ συντάκται τοῦ προϋπολογισμοῦ, ὁρίσαντες ἐν αὐτῷ ὑπὲρ μὲν τῆς ἀνωτέρας ἐκπαιδεύσεως, ἤτοι τοῦ φυτωρίου ἐξ οὗ στρατολογεῖται ὁ ἱερὸς λόχος τῶν κηφήνων, ἓν καὶ ἥμισυ ἐκατομμύριον, διὰ δὲ τοὺς παῖδας τοῦ γεωργοῦ, ἐξ αἰσχύνῃς νὰ μὴ ἀφήσωσι τίποτε, δραχμὰς ἑκατὸν πεντήκοντα χιλιάδες.
Μή τις νομίσῃ ὅτι πρὸς κατηγορίαν τῶν πολιτευομένων ἀνεγράψαμεν τοὺς ἀνωτέρω δύο ἀριθμούς. Ἀπ᾿ ἐναντίας προθύμως ἀναγνωρίζομεν ὅτι φρονίμως καὶ συνετῶς πολιτεύονται μὴ ἐπιτρέποντες νὰ μανθάνῃ γράμματα πᾶς μὴ κηφήν. Ἐν τῇ Δύσει, ἅμα ἠδυνήθη ν᾿ ἀναγνώσῃ ὁ λαὸς τὸ εὐαγγέλιον, εὐθὺς ἀπελάκτισε τὸν Πάπαν καὶ ἐν τῇ πρώτῃ ὁρμῇ τῆς ἀγανακτήσεώς του ἔκαυσε τὰ μοναστήρια καὶ ἐκρέμασε τοὺς ἱερεῖς. Ὁμοία τὶς ἐπίκειται καὶ παρ᾿ ἡμῖν διαμαρτύρησις, ἅμα, πλὴν τῶν μυρίων φορολογούντων, δυνηθῶσι καὶ οἱ ἑκατοντακισμύριοι φορολογούμενοι ν᾿ ἀναγνώσωσι τῆς Ἑλλάδος τὸν προϋπολογισμόν.
Ἐκ τῆς ἀναγνώσεως ταύτης ἤθελον διδαχθῇ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅτι, ἐνῶ κατ᾿ ἀναλογίαν τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἔπρεπε νὰ ἀρκῇ ἐν ἥμισυ ἐκατομμύριον πρὸς εἴσπραξιν τῶν φόρων, ἐξοδεύονται τέσσαρα πρὸς τοῦτο παρ᾿ ἡμῖν· ὅτι ἄνευ στόλου ἢ στρατοῦ καταβάλλονται περὶ τὰ πέντε εἰς μισθοὺς χερσαίων καὶ θαλασσίων, ἐν ἐνεργείᾳ, διαθεσιμότητι ἢ συντάξει βαθμοφόρων, μετὰ δὲ τὴν τελευταίαν κατὰ τῆς στηλιτικῆς σπατάλης ἐξέγερσιν, ἀντὶ τῆς ἐλπιζομένης ἐλαττώσεως, ηὐξήθη κατὰ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας δραχμῶν τὸ ἐτήσιον ἔξοδον πρὸς συντήρησιν ἐπωμίδων.
Οἱ ἀπηλπισμένοι ἀναθέτουσιν εἰς τὸν θάνατον τὰς ἐλπίδας. Οὕτω καὶ τὸ ταμεῖον ἡμῶν ἤλπιζεν ἐξ αὐτοῦ βαθμιαίαν ἐλάφρωσιν τοῦ πιέζοντος αὐτὸ ἄχθους. Ἀλλά, κατὰ παράδοξον ἀντίφασιν, ἐφ᾿ ὅσον ἀποθνῄσκουσι, πολλάκις ἐπὶ τῆς ψιάθης, οἱ συνταξιοῦχοι τοῦ μεγάλου ἀγῶνος, ἐπὶ τοσοῦτον αὐξάνουσιν αἱ ἤδη διπλασιασθεῖσαι συντάξεις. Οἱ ὄνυχες τῆς ἁρπακτικῆς ἀγέλης εἶναι παρ᾿ ἡμῖν ὀξύτεροι ἢ τὸ δρέπανον τοῦ θανάτου.
Ἀγαπῶντες πρὸ παντὸς ἅλλου τὴν δικαιοσύνην, δὲν λέγομεν ὅτι εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἀρέσκονται πάντες ἀνεξαιρέτως οἱ βουλευταὶ καὶ κομματάρχαι, ἀλλὰ τοῦτο μόνον: ὅτι τινὲς ἐξ αὐτῶν τὴν ἐδημιούργησαν ἐκ φιλαρχίας, σήμερον δὲ πάντες ὑφίστανται αὐτὴν ἐξ ἀνάγκης. Οἵ τε φαῦλοι καὶ οἱ ἀγαθοὶ πράττουσι παρ᾿ ἡμῖν τὰ αὐτά, ἡ δὲ μεταξὺ αὐτῶν διαφορὰ περιορίζεται εἰς τὸ ὅτι οἱ μὲν τὰ πράττουσι μετὰ χαρᾶς, οἱ δὲ ἄνευ χαρᾶς.
Ἡ θέσις τῶν παρ᾿ ἡμῖν πολιτευομένων πολὺ ὁμοιάζει τὴν τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Βυζαντινῆς Ῥώμης, οἵτινες πρὸς κατάληψιν τοῦ θρόνου συνεμάχουν μετὰ Φράγκων, Τούρκων καὶ Βουλγάρων, εἰς οὖς αὐτοί τε καὶ οἱ ὑπήκοοι αὐτῶν ἐπλήρωνον ἔπειτα λύτρα. Ἀπαραλλάκτως καὶ οἱ ἡμέτεροι φατριάρχαι, πρὸς σχηματισμὸν ἢ ἐνίσχυσιν κόμματος, ἐστρατολόγουν ἐκ τῶν τριόδων μισθοφόρους, οὖς ἐπλήρωνον διὰ δημοσίων χρημάτων, ἤτοι διὰ δημιουργίας θέσεων ὅλως περιττῶν. Τῶν τοιούτων μισθοφόρων ἐπὶ τοσοῦτον ἐπολλαπλασιάσθη προϊόντος τοῦ χρόνου ὁ ἀριθμὸς καὶ τὸ θράσος, ὥστε κατέστησαν σήμερον ἡ μόνη ἀξιόμαχος δύναμις τῆς Ἑλλάδος, πρὸ τῇ ςοποίας καὶ βασιλεία καὶ κυβέρνησις καὶ Βουλὴ καὶ ὁλόκληρον τὸ ἔθνος κύπτει τὸ γόνυ μετὰ τρόμου.
Ἐσφαλμένως, νομίζομεν, παρωμοίασάν τινες τοὺς ἡμετέρους κομματάρχας πρὸς ἀρχηγοὺς λῃστρικῶν συμμοριών. Τὸ πταῖσμα αὐτῶν εἶναι ὅτι ἐδημιούργησαν τὰς συμμορίας· σήμερον ὅμως, ἀντὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ αὐτῶν, κατήντησαν ἁπλοῖ μεσῖται, διὰ τῶν ὁποίων αἱ συμμορίαι αὗται διαπραγματεύονται πρὸς τὸ ἔθνος τὰ λύτρα ἀνθ᾿ ὧν συγκατανεύουσι νὰ παραχωρήσωσιν αὐτῷ ἀσφάλειαν ζωῆς καὶ περιουσίας. Τὰ λύτρα ταῦτα καλοῦνται κατ᾿ εὐφημισμὸν προϋπολογισμός. Ἀπόδειξις ὅμως τοῦ ἀληθοῦς αὐτῶν χαρακτῆρος εἶναι ἡ δουλικὴ εὐπείθεια μεθ᾿ ἧς ὁλόκληρος ἡ Βουλή, σιγώσης τῆς ἀντιπολιτεύσεως, σπεύδει νὰ τὰ καταβάλῃ ἄνευ συζητήσεως εἰς τὸν εἰσπράκτορα τῆς κατισχυούσης συμμορίας, καλῶς γνωρίζουσα ὅτι πᾶσα ἀντίστασις ἢ ἀπόπειρα ἐλαττώσεως αὐτῶν ἤθελε τιμωρηθῇ δι᾿ ἀναστατώσεως τὴν ἐπιοῦσαν.
Τὸ δὲ ὄντως λυπηρὸν εἶναι ὅτι καὶ ὑποτασσόμενοι εἰς πᾶσαν ταπείνωσιν καὶ κακουχίαν, στέργοντες νὰ μένωμεν ἄοπλοι καὶ εἰς πᾶσαν ὕβριν ἐκτιθέμενοι, πάλιν δὲν κατορθοῦμεν νὰ πληρώνωμεν ὁλοσχερῶς τὰ κατ᾿ ἔτος ἐξογούμενα ἡμῶν λύτρα, ἀναγκαζόμενοι νὰ δανειζώμεθα ἀκαταπαύστως, καὶ ἴσως μετ᾿ οὐ πολὺ νὰ παραστήσωμεν τὸ πρωτοφανὲς ἐν τῇ ἱστορίᾳ θέαμα ἔθνους χρεωκοποῦντος ἄνευ παρασκευῶν, ἄνευ πολέμου, ἄνευ ἐπαναστάσεως ἢ ἄλλης τινὸς ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε γνωστῶν προφάσεων χρεωκοπίας. Τοῦτο πάντες βλέπομεν, ἡ δὲ ἐπιστήμη τὸ κηρύττει διὰ τοῦ στόματος τοῦ κ. Σούτσου, ὑποδεικνύοντος τὰς οἰκονομίας ὡς τὴν μόνην σωτηρίας ὁδόν. Πρὸς ταύτην ὅμως οὐδεὶς πολιτευόμενος τολμᾷ νὰ τραπῇ, οὐχὶ ἐξ ἐλλείψεως πατριωτισμοῦ, ἀλλὰ διότι καλῶς γνωρίζει ὅτι ἀδύνατον εἶναι νὰ προχωρήσῃ ἐπ᾿ αὐτῆς, χωρὶς νὰ προσκρούσῃ ἀνὰ πᾶν βῆμα εἰς προσωπικὰ συμφέροντα, ἅτινα θέλουσιν ὀρθωθῇ κατ᾿ αὐτοῦ ὡς ἔχιδναι φαρμακεραὶ τῶν ὁποίων ἐπατήθη ἡ οὐρά.
Εἰς τὴν ἀνάπτυξιν ταύτην, τοῦ τι ἐννοοῦμεν διὰ τῆς λέξεως ἀγέλη προέβημεν, ἀποχαιρετῶντες σήμερον τὴν δημοκρατίαν, διότι, παρεξηγοῦντές τινες ἡμᾶς, ὑπέθεσαν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο ἀποδίδομεν εἰς αὐτὴν τὴν Βουλήν, ἐνῶ αὕτη, ὡς καὶ πᾶσα ἐν Ἑλλάδι ἐξουσίᾳ, οὐδὲν ἄλλο εἶναι εἰμὴ θαλαμηπόλος καὶ ἐκ φόβου τροφοδότις τῆς νεμομένης τὸν τόπον παντοδυνάμου ἀγέλης.
Κατὰ ταύτης μόνης ἐκήρυξε πόλεμον ὁ Ἀσμοδαῖος καὶ ἤλπιζεν ἐν τῇ ἁπλότητι τῆς καρδίας του ὅτι ῥίπτων ἀκαταπαύστως μυΐας εἰς τὸ πινάκιον ὅπερ παραθέτει τὸ ἔθνος εἰς τοὺς Πύρλας, Δαραλέξας, Θεοδώρους, Παγκράτας καὶ Γαρδελίνους, ἤθελε κατορθώσει ν᾿ ἀηδιάσωσι τὸ φαγητόν. Ἀλλ᾿ οἱ κύριοι οὖτοι δὲν εἶναι σικχασάριδες.
Παραιτούμενοι σήμερον ἀνωφελοῦς ἀγῶνος, παρηγορούμεθα διὰ τῆς ἑξῆς σκέψεως: ὅτι πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἔθνη κατὰ περίοδόν τινα τοῦ βίου τῶν ὑπέστησαν αἰσχρόν τινα ζυγόν. Κατὰ τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα ἐδέσποζον ἐν Ἰσπανίᾳ οἱ Ἱερεξετασταί, κατὰ τὸν δέκατον ἕκτον οἱ δολοφόνοι ἐν Ἰταλίᾳ καὶ κατὰ τὸν δέκατον ὄγδοον ἐν Γαλλίᾳ αἱ πόρναι. Οὕτω καὶ παρ᾿ ἡμῖν σήμερον αἱ βδέλλαι τοῦ προϋπολογισμοῦ.
Παράδοξον θέλει φανῇ εἰς πολλούς, ἀλλ᾿ ἐν τούτοις εἶναι ἀληθὲς καὶ τὸ ἑξῆς: ὅτι οἱ ἀπαρτίζοντες τὴν φθοροποιὸν ταύτην ἀγέλην δὲν εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κακοὶ ἄνθρωποι. Οἱ εἰς Ἀφρικὴν περιηγηταὶ περιγράφουσι φυλάς τινας ἀνθρωποφάγων, οἵτινες εἶναι κατὰ τὰ ἄλλα τίμιοι, ἥμεροι, φιλόξενοι καὶ περιποιητικοί, μόνον ἐλάττωμα ἔχοντες τὴν κακὴν συνήθειαν νὰ τρώγωσιν ἀνθρώπινον κρέας, ὡς οἱ ἡμέτεροι κηφῆνες νὰ ῥοφῶσι τὸν ἱδρῶτα τοῦ λαοῦ.
Σπογγίζων τὸν κάλαμον, εὐχαριστεῖ ὁ Ἀσμοδαῖος τοὺς εὐμενεῖς ἀναγνώστας τοῦ διὰ τὴν ὄντως σπανίαν ἐν Ἑλλάδι προθυμίαν μεθ᾿ ἧς ὑπεδέχθησαν αὐτόν. Ἀληθὲς ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι ὅτι τὰ δημοσιογραφικὰ ὄργανα τῆς ἀγέλης τὸν ὠνόμασαν ἐν συναυλίᾳ ἀσεβῆ, ἄπατριν, χριστομάχον, προδότην, φατριαστὴν καὶ κακοήθη. Ταῦτα πάντα ἀνεγινώσκομεν γελῶντες· ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους μία τῶν ἐφημεριδῶν τούτων, ἀποκαλέσασα τὸν Ἀσμοδαῖον συνάδελφον, εὗρε τὸ τρωτὸν τοῦ θώρακός του καὶ ἠνάγκασεν αὐτὸν νὰ ῥίψῃ τὸν κάλαμον ἀνακράζων: «Ἔστω προδότης, ἄπατρις, ἀσεβὴς καὶ κακοήθης. Ἀλλὰ συνάδελφος τῶν ἀνθρώπων τούτων! Ἀπόστρεψον, Κύριε, ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο».
Από την Βίκιπαίδεια την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια



Τα τεύχη του Ασμοδαίου βρίσκονται στη  Ψηφιακή συλλογή Κοσμόπολις

Η ψηφιακή συλλογή Κοσμόπολις περιλαμβάνει το πλήρες κείμενο 20 φιλολογικών και λογοτεχνικών περιοδικών που κυκλοφόρησαν στο ελληνικό κράτος, αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, από το 1834 ώς το 1930.Η δημιουργία της συλλογής αποτελεί το φυσικό αντικείμενο της δράσης «Ψηφιοποίηση και Δικτυακή Διάθεση του περιεχομένου Ελληνικών Φιλολογικών Περιοδικών», που υλοποιείται στο πλαίσιο του έργου Τηλεφάεσσα: Παροχή Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών της Βιβλιοθήκης & Κέντρου Πληροφόρησης (ΒΚΠ) του Πανεπιστημίου Πατρών προς την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η δημιουργία της ψηφιακής συλλογής «Κοσμόπολις» ξεκίνησε με κοινή πρωτοβουλία και ερευνητική ευθύνη που ανέλαβαν η Αθηνά Γεωργαντά (Αναπλ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών) και η Μαρία Ρώτα (Διδάσκουσα ΠΔ 407/80 στο ίδιο Τμήμα). Η δράση υλοποιείται από τη ΒΚΠ σε συνεργασία με το Τμήμα Φιλολογίας (Ειδίκευση Νεοελληνικής Φιλολογίας) του Πανεπιστημίου Πατρών, την Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ) και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών."
 

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο μου


Αποσπάσματα από το ημερολόγιο μου (αργότερα θα αναρτηθεί όλο το υλικό)

Η γλώσσα δεν είναι επαρκώς επεξεργασμένη γιατί προέρχεται από σημειώσεις σε διάφορα μπλοκάκια και παλιόχαρτα, ουσιαστική συντροφιά σε αυτούς που προσπαθούν να βγάλουν κάποιες ιδέες .
Μάνθος Σαντοριναίος

Η επιλογή του έργου
Στη προσπάθεια μας να βρούμε ένα κείμενο που να σχολιάζει την εποχή μας με ένα τρόπο καθαρό και διεισδυτικό,  μακριά από συναισθηματισμούς ανασύρθηκε ένα κείμενο που είχε γραφτεί 127 χρόνια πριν. Είναι  το κείμενο του Ροΐδη «Το παράπονο του νεκροθάπτου». (1895)

Το σημαντικότερο στοιχείο, σε αυτό το κείμενο,  που προκάλεσε το ενδιαφέρον μου, ήταν η περιγραφή της Ελλάδας την ιδιαίτερη στιγμή που αναπτύχθηκε το πολιτικοκοινωνικό εξάμβλωμα που σήμερα παρακολουθούμε τη πτώση του και κυρίως τη δική μας πτώση αφού έχει την δύναμη να μεταθέτει τις ευθύνες στον αδύναμο κρίκο δηλαδή τον λαό, δεδομένου ότι η οποιαδήποτε εξουσία έχει ιδιαίτερα ισχυρές δομές επιβίωσης.  
Περιγράφει δηλαδή ο Ροΐδης τη στιγμή που το νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος από μια κατάσταση κυρίως γεωργική και μικρής κλίμακας, προσπαθεί να γίνει ένα σύγχρονο κράτος με τράπεζες, βιομηχανία, χρηματιστήριο κλπ. Είναι η στιγμή της αρχής της εξαθλίωσης που η εξουσία (ότι μπορεί να σημαίνει εξουσία σε ένα ληστρικό κράτος και τα παράγωγα της που την στήριζαν, νόμιμα και παράνομα)  συντόνισαν, για προσωπικό όφελος, με το πιο άθλιο τρόπο την «ανάπτυξη». Καθρέπτης αυτής της Ανάπτυξης η Αθήνα που από μια πόλη 40.000 κατοίκων  γιγαντώθηκε χωρίς κανένα σχέδιο για να φιλοξενήσει προσωπικούς στόχους και λειτουργίες ως η νέα πρωτεύουσα.   […]

Η κατάρρευση που αρχίσαμε να βιώνουμε «στερεοσκοπικά» και ποικιλόμορφα τα δύο τελευταία χρόνια στις 42ρες φλατ οθόνες μας, σαν θεατές στην αρχή σε ένα φαντασμαγορικό πολυθέαμα και χρηματοδότες, στη συνέχεια, του πολυθεάματος, ξεκίνησε ακριβώς εκείνη  την στιγμή που περιγράφει ο Ροΐδης. […]

Πείραμα σε εργαστήριο
Με αριστοτεχνικό τρόπο ο Ροΐδης. δημιουργεί μια μικρογραφία της κοινωνίας ικανή για να βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματα του. Για αυτό στην αφήγηση του έργου του μεγαλύτερη σημασία έχουν οι κοινωνικές ή επιστημονικές αναλύσεις, οι πληροφορίες για το περιβάλλον της εποχής  και ελάχιστα η προσωπική ζωή του ήρωα με όλες τις συναισθηματικές εντάσεις που θα μπορούσαν να παρασύρουν τον θεατή. Ελέγχει απόλυτα  την συναισθηματικότητα παρ’ όλες  τις  περιπέτειες των ηρώων προερχόμενες από τις αδικίες εις βάρος τους, (αλλά και λόγω των συμφωνιών που κάνει ο κεντρικός ήρωας)  και οργανώνει τα γεγονότα στο σύνολο τους,  δείχνοντας όλες τις διασυνδέσεις, διαπλοκές στη προκειμένη περίπτωση,  με μια καθαρή αλγοριθμική λεπτομέρεια.
Περιγράφει με δυο λόγια πως από μια μικροοικονομία βασισμένη, στο κλίμα, στο έδαφος, στη κυκλική ροή του χρόνου με τις διαφορετικές εποχές που μας χαρίζει το εύκρατο κλίμα της περιοχής μας και με κέντρο τον ίδιο τον άνθρωπο ( μια κατάσταση που σήμερα ονομάζουμε επιστροφή στα χωριά και στη γεωργία,  που αναζητάνε πολλοί  από τους συμπολίτες μας σαν την ιδανική λύση) περνάμε σε ένα υδροκέφαλο κράτος, με λάθος οργάνωση και δομή αφού δημιουργήθηκε με βάση  τα προσωπικά συμφέροντα των ατόμων που είχαν ή εξυπηρετούσαν την εξουσία  χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το κοινωνικό καλό. Ένα κακέκτυπο  των Δυτικών Ευρωπαϊκών κρατών, μια επίφαση μοντέρνου κράτους, ένα σκηνικό, όπως ακριβώς το υβριδικό πρώτο χρηματιστήριο που στεγάστηκε πάνω από το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» και σχεδόν ξεκίνησε τη σταδιοδρομία  του σέρνοντας τους αφελείς νεοέλληνες στην καταστροφή, ακόμη και τον ίδιο τον συγγραφέα Ροΐδη.  […]

 Το βιβλίο: ο συμπρωταγωνιστής 
Το κείμενο του Ροΐδη, ένα κατεργασμένο διαμάντι σκέψης και γλώσσας δεν έπαιρνε καμία παραπάνω επεξεργασία. Οποιαδήποτε μεταφορά, μεταποίηση της γλώσσας, θεατροποίηση, αλλαγή γενικά θα το κατέστρεφε. Θα έχανε την δύναμη της ύπαρξης του.
Η μόνη λύση ήταν να πρωταγωνιστήσει το ίδιο το κείμενο, το ίδιο το βιβλίο. 

Τελικά αυτό (το βιβλίο) αποτελεί ένα και από τα κύρια θέματα του θεατρικού: Η ανακάλυψη ενός αντικειμένου, ενός κειμένου στη καθαρεύουσα, σαν ένα αρχαιολογικό εύρημα από τα πολλά σημαντικά στοιχεία  του πολιτισμού μας που πολλές φορές  αγνοούμε  ή περιφρονούμε γιατί ψάχνουμε προς άλλες κατευθύνσεις να βρούμε την Αλήθεια, προς τα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού  ή μόνο στις σύγχρονες εργασίες, θεωρώντας τις αμέσως προηγούμενες ξεπερασμένες.  […]

 Ο ήρωας,  οι θεατές
Ο ήρωας νοιώθει γύρω του το πλήθος και απευθύνεται σε αυτό ( είναι η προσωποποίηση της κοινής γνώμης ) Αυτή τη σχέση  την αναπτύσσει, χωρίς την συγκατάβαση του  κοινού.
Και ο ήρωας είναι γενικά ένας θεατής. Ένας θεατής της ζωής. Προσπαθεί να αποφύγει αυτή την ιδιότητα να κάνει έντονες πράξεις αλλά δεν βρίσκει πως θα γίνει  αυτό πραγματικότητα.
Ζει, μέχρι τη στιγμή που αρχίζει το έργο, στο σπίτι των γονιών του. Αυτό φαίνεται και από τα αντικείμενα που έχει αραδιάσει στο καινούργιο διαμέρισμα: είναι αντικείμενα κυρίως διακοσμητικά, δώρα, παιχνίδια από την παιδική του ηλικία, διάφορα ενθύμια, ποτά, αντικείμενα για συμπληρωματικές διεργασίες της ζωής. Αντικείμενα όχι χρηστικά αλλά διακοσμητικά. Δώρα που του έχουν χαρίσει φίλοι και κυρίως φίλες, αντικείμενα από διάφορες συλλογές που έκανε στο παρελθόν, από διάφορες εμμονές που είχε.
Η στιγμιαία απόφαση να μετακόμιση δεν του έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί, η αποφασιστικότητα του όμως να αλλάξει άμεσα τις συνθήκες της ζωής του δεν του έδωσαν το περιθώριο να προετοιμάσει την επόμενη κατάσταση.  […]

Το αρχείο του ήρωα

Το κύριο δωμάτιο του διαμερίσματος, εκεί που άφησε όλα του τα αντικείμενα (η σκηνή του θεάτρου) δίνει  την εντύπωση ενός αρχείου ανοιγμένου, έτοιμο προς εξερεύνηση. Είναι το αρχείο της ζωής του πρωταγωνιστή.
Τα διάφορα επίπεδα των υλικών και οι φάκελοι με την μορφή χαρτόκουτων από πολυμάγαζα, δημιουργεί την διάθεση στον καθένα να ψάξει αυτό το αλλοπρόσαλλο υλικό, να το ταξινομήσει και να το καταγράψει.
Είναι σαν να βλέπεις από μυστική κάμερα, τη προσωπική ζωή του ήρωα.

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τον ήρωα. Ο ήρωας νοιώθει όλη του την ζωή αραδιασμένη στο πάτωμα μέσα στις με τα αντικείμενα του, να τον περικλείουν  ασφυκτικά, να του δείχνουν  το χαοτικό του παρελθόν του, την έλλειψη υποδομών, να τον γοητεύουν … να δηλώνουν  την άμεση ανάγκη να αντιδράσει απέναντι σε αυτή τη κατάσταση, απέναντι σε αυτό το θέαμα.
Οι θεατές αρχίζουν να παρακολουθούν τον ήρωα ακριβώς τη στιγμή που συνειδητοποιεί αυτή τη κατάσταση. Που βρίσκεται μέσα σε ένα τοπίο πραγμάτων, όπως ο Γκιούλιβερ στη χώρα των Λιλιπούτιων και αναρωτιέται τι θα πρέπει να κάνει; Από πού να ξεκινήσει; Πως θα ξεφύγει από αυτή την δοκιμασία; Αν θα πρέπει να πετάξει κάτι ή να το τακτοποιήσει; […]
Τη στιγμή αυτή νοιώθει πόσο μόνος είναι. Παρόλο που βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών παρεών που έχει γνωρίσει στο παρελθόν.

Δελτίο Τύπου

«Η Αρχή - Αθήνα 1895  - Υλικό  Ροϊδης»
Βασισμένο στο έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη  «Το παράπονο του νεκροθάπτου»

 Τι συμβαίνει όταν ένας νέος άνδρας από τους «αγανακτισμένους» του 2013 ανακαλύπτει την αποκαλυπτική περιγραφή των διαπλεκομένων  γεγονότων του 1895 στο έργο του «αγανακτισμένου» Εμμανουήλ  Ροΐδη;
Η παράσταση μέσα από την περίτεχνη και διεισδυτική ειρωνεία του έργου του Εμμανουήλ Ροΐδη  παρουσιάζει την αρχή της καταστροφής που βιώνουμε σήμερα, τη βίαιη διάλυση του ελληνικού μικρόκοσμου που αναπτυσσόταν ομαλά με τούς δικούς τού κανόνες σε νησιά και πόλεις για το χτίσιμο ενός διεφθαρμένου πελατειακού κράτους στοιβαγμένου σε μια υδροκέφαλη πρωτεύουσα.
Μέσα από την επαφή ενός σύγχρονου νέου με το αυτούσιο κείμενο του Ροΐδη, αποκαλύπτεται σαν χείμαρρος η αρχή των σημερινών δεινών. Με χιούμορ, σαρκασμό χωρίς μελοδραματισμούς και επαναστατικά κατεστημένα, όπως ακριβώς απαιτεί η εποχή.

Συντελεστές της παράστασης
 
Ερμηνεία  Βασίλης Ζαϊφίδης
 Σκηνοθεσία εικαστική εγκατάσταση συμπληρωματικά κείμενα  Μάνθος Σαντοριναίος
Φωτισμοί Αποστόλης Τσατσάκος, Επιμέλεια κουστουμιών Άννα Σαντοριναίου, Γραφιστικά Άννα Μελή, Μουσική επιμέλεια Ευγένιος Αρβανιτάκης.
Συμμετείχαν στη προεργασία για το ανέβασμα του έργου: η Σίσσυ Τσιάκα (εικαστικός)  καθώς και όλα τα παραπάνω βασικά άτομα του έργου. Ερευνητικό μέρος  Μάνθος Σαντοριναίος, Κατερίνα Μπαλλή, Κλεοπάτρα Κατσαλή (αρχιτέκτονες) Με την συμμετοχή του Θωμά Μάνθιου
Παραγωγή Ντοντό Σαντοριναίου, Κέντρο Φούρνος