Η πρώτη επαφή με το κείμενο
Στη προσπάθεια
ανεύρεσης ενός έργου (για ανέβασμα στο θέατρο του Φούρνου) το οποίο θα μπορούσε
να καταδείξει την εποχή με πειστικό και δυναμικό τρόπο (δηλαδή να βάλει σε
σκέψεις τον θεατή πέρα από την ευχαρίστηση της παρακολούθησης του, ή του
ενδιαφέροντος του για τις σκηνοθετικές πρωτοτυπίες ) ανασύρθηκε το κείμενο του
Ροΐδη «Το παράπονο ενός νεκροθάπτου».
Ένα κείμενο που είχε γραφτεί 127 χρόνια πριν. (1895)
Η διευθύντρια του θεάτρου Φούρνος είναι βιβλιοφάγος, διαβάζει κάθε χρόνο τα
περισσότερα νέα βιβλία λογοτεχνίας και αρκετά από το παρελθόν, ελληνικά και
ξένα, εντούτοις κανένα βιβλίο, κανένα κείμενο δεν την είχαν συγκινήσει και
πείσει για την καθαρότητα, αμεσότητα και δυναμική που απαιτούσε η εποχή.
(έχοντας πάντα βέβαια σαν στόχο την παρουσίαση του στον ΦΟΥΡΝΟ, ένα μικρό θέατρο στην περιφέρεια
της θεατρικής πραγματικότητας / όπως λέμε out of Broadway)
Αντίθετα εγώ, ανακάλυπτα, τις περισσότερες φορές, την χαρά
της ανάγνωσης σε κείμενα επιστημονικά, για ένα πολύ απλό λόγο: τα κείμενα αυτά
σου μεταφέρουν την καθαρότητα μιας σκέψης, την αρμονική ανάπτυξη της, την
αφήγηση μιας ανακάλυψης ή την διατύπωση ερωτημάτων. Η αφήγηση αυτή, στο χώρο
των ιδεών, με χαλάρωνε και με ταξίδευε
σε τόπους καινούργιους και απόλυτα αρμονικούς,
ενώ αφηγήσεις για την ζωή άλλων ανθρώπων φανταστικών ή μη μου μετέφεραν
άλλη μια προβληματική πλοκή στη σκέψη η οποία προστίθεται στη δική μου καθημερινότητα ή στις δύσκολες
ιστορίες φίλων και συγγενών. Έτσι μέσα στις καθημερινές αγωνιώδεις σκέψεις μου
για το μέλλον των δικών μου ανθρώπων, αλλά και το δικό μου έμπαιναν και οι ζωές
των ηρώων που έπρεπε να συντηρώ καθαρά
στη μνήμη μου, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει το έργο που διάβαζα.
Μόνο οι «μεγάλες
αφηγήσεις» για κάποιο λόγο μου μετέφεραν την γαλήνη και τη xαρά της ανάγνωσης, οι αφηγήσεις του Ντοστογέφσκι, του Τολστόι, του Μπαλζάκ όπως
και η θεατρική αφήγηση του αγαπημένου μου Σαίξπηρ – μια σύνθετη ύφανση πολυεπίπεδων δράσεων,
συνδεμένες με πληροφορίες για την εποχή του, νέες ιδέες, και έμμετροι
σχολιασμοί όλα αυτά σε ένα κτίσμα μικρογραφία των μέσων επικοινωνίας, ανάλογο
της εποχής του τοποθετημένο στην κακόφημη γειτονιά του Λονδίνου με το όνομα Globe. (σφαίρα, υδρόγειος, υφήλιος)
Τα έργα αυτά όμως
απαιτούσαν μια πολυέξοδη και πολύ μεγαλύτερης κλίμακας παραγωγή.
Η ιδέα έπεσε από την
φίλη και συνεργάτιδα ηθοποιό Ευγενία Μαραγκού.
Διαβάστε «Το παράπονο
το νεκροθάφτη» του Ροΐδη.
Το όνομα του συγγραφέα,
Εμμανουήλ Ροΐδης, ήταν γνωστό, ενταγμένο
μέσα στη συλλογική μας εθνική συνείδηση, αλλά και με τραυματικές παιδικές
εμπειρίες από το σχολείο που πολλές φορές κατόρθωνε να κάνει να αδικήσουμε
πολλά αριστουργήματα με τον τρόπο που παρουσιάζονταν.
Το κείμενο ιδιαίτερα
γνωστό το τελευταίο διάστημα : παλαιότερα είχε γίνει ταινία (Κοράκια ή Το παράπονο
του νεκροθάπτου σκηνοθεσία Τάκη Σπετσιώτη 1991 και
πρόσφατα είχε παρουσιασθεί στο θέατρο (ΒΟΟΖΕ σκηνεοθεσία Αντρέας Κουτσουρέλης),
η αποτυχία όμως της εντατικής προσπάθειας για την ανεύρεση ενός ισχυρού και
ταυτόχρονα ενδιαφέροντος καλλιτεχνικά κειμένου μας έκανε να ενδιαφερθούμε για
το συγκεκριμένο κείμενο. Αποφάσισα να προχωρήσω στην ανάγνωση του κειμένου και
εφ όσον με έπειθε να επεξεργαζόμουν τις δυνατότητες για μια μεταφορά του στο
θέατρο.
Κυρίως επέμενε η Διευθύντρια
του Φούρνου η οποία ένα βράδυ, μετά το
φαγητό, και ενώ εγώ συνέχιζα να ασχολούμαι με το γράψιμο μιας εργασίας, μου
διάβασε το έργο του Ροΐδη. (Αυτά συμβαίνουν όταν η διευθύντρια του κέντρου που
συνεργάζεσαι, τυγχάνει να είναι γυναίκα σου)
Το κείμενο ήταν
καθηλωτικό! Σταμάτησα την εργασία μου και παρακολούθησα προσεκτικά με τι μαεστρία, λεπτή ειρωνεία
και επιστημονική ακρίβεια, συνέθετε ο συγγραφέας μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα
εικόνα της Αθήνας μέσα από την πλήρη καταστροφή του ήρωα που αποφάσισε να ζήσει
μέσα σε αυτήν.
Το σημαντικότερο
στοιχείο, που προκάλεσε το ενδιαφέρον μου, ήταν η περιγραφή της Ελλάδας την
ιδιαίτερη στιγμή που γεννήθηκε το πολιτικοκοινωνικό εξάμβλωμα που σήμερα
παρακολουθούμε την πτώση του και κυρίως τη δική μας πτώση αφού έχει την δύναμη
να μεταθέτει τις ευθύνες στον αδύναμο κρίκο δηλαδή τον λαό, δεδομένου ότι το
ίδιο έχει ιδιαίτερα ισχυρές δομές επιβίωσης. Περιγράφει δηλαδή τη στιγμή που το
νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος από μια κατάσταση μιας μικρή γεωργική περιοχής , προσπαθούσε να γίνει
ένα σύγχρονο κράτος με τράπεζες, βιομηχανία, χρηματιστήριο κλπ. Ήταν η στιγμή
της αρχής της εξαθλίωσης που η εξουσία (ότι μπορεί να σημαίνει εξουσία σε ένα
ληστρικό κράτος) και τα παράγωγα της που την στήριζαν, νόμιμα και παράνομα, συντόνισαν
την δομή της «ανάπτυξης» με τον πιο άθλιο τρόπο
με στόχο το προσωπικό όφελος.
Καθρέπτης αυτής της «ανάπτυξης» η Αθήνα
που από μια κωμόπολη γιγαντώθηκε, χωρίς κανένα σχέδιο, για να φιλοξενήσει
προσωπικούς στόχους δίπλα στις κρατικές λειτουργίες ως η νέα πρωτεύουσα.
Τα γεγονότα αυτά δεν
είναι τόσο μακρινά: Το 1830 αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία του νέου ελληνικού
κράτους με πρωτεύουσα το Ναύπλιο. Το 1833 εγκαθιδρύθηκε η μοναρχία και η
πρωτεύουσα μεταφέρεται στην Αθήνα. Προς το τέλος του αιώνα, την εποχή που
περιγράφει ο Ροΐδης, η Ελλάδα και κυρίως η Αθήνα προσπαθεί να αποκτήσει τη δομή
μιας σύγχρονης πρωτεύουσας, με ιδιόμορφο τρόπο…
Η κατάρρευση που αρχίσαμε
να βιώνουμε «στερεοσκοπικά» και ποικιλόμορφα τα δύο τελευταία χρόνια στις 42αρες
φλατ οθόνες μας, σαν θεατές στην αρχή, σε ένα φαντασμαγορικό πολυθέαμα και χρηματοδότες,
στη συνέχεια, του πολυθεάματος με χρήματα από το μισθό και τις συντάξεις μας αλλά
και με τα χρήματα που είχαμε στην άκρη… ξεκίνησε
ακριβώς εκείνη την περίοδο που περιγράφει ο Ροΐδης.
Με αριστοτεχνικό τρόπο
δημιουργεί μια μικρογραφία της κοινωνίας ικανή για έρευνα και εξαγωγή
συμπερασμάτων.
Για αυτό το λόγο στην αφήγηση του έργου του κυριαρχούν οι κοινωνικές ή
επιστημονικές αναλύσεις, οι πληροφορίες για το περιβάλλον της εποχής και έρχεται
σε δεύτερο επίπεδο η ζωή του ήρωα και της οικογένειας του με όλες τις
συναισθηματικές εντάσεις που θα μπορούσαν να παρασύρουν τον θεατή. Ο ήρωας
είναι η αφορμή για να περιγράψει με ακρίβεια το σύστημα το οποίο
δημιουργεί το πρόβλημα.
Ελέγχει απόλυτα την συναισθηματικότητα που άνετα θα μπορούσαν
να διογκώσουν στον αναγνώστη του τα βάσανα των ηρώων του προερχόμενα από τις
αδικίες εις βάρος τους. Δίνει το βάρος του στη οργάνωση των γεγονότων στο σύνολο τους περιγράφοντας με ακρίβεια όλες
τις διασυνδέσεις, διαπλοκές στη προκειμένη περίπτωση, των προσώπων και γεγονότων.
Περιγράφει με δυο
λόγια πως από μια μικροοικονομία βασισμένη, στο κλίμα, στο έδαφος, στη κυκλική
ροή του χρόνου με τις διαφορετικές εποχές που μας χαρίζει το εύκρατο κλίμα της
περιοχής μας και με κέντρο τον ίδιο τον άνθρωπο ( δηλαδή μια κατάσταση που σήμερα
αναζητάμε μέσα από τις οικολογικές μας ευαισθησίες ή σαν λύση για ένα ποιοτικό τρόπο ζωής ή ακόμα
για μια λύση στο οικονομικό αδιέξοδο: την επιστροφή στο χωριό) περνάμε σε ένα
υδροκέφαλο κράτος, με λάθος οργάνωση και δομή αφού δημιουργήθηκε με βάση τα προσωπικά συμφέροντα των ατόμων που είχαν ή
εξυπηρετούσαν την εξουσία χωρίς κανένα
ενδιαφέρον για το κοινωνικό συμφέρον.
Από μια οικογενειακή οικονομική
επιχείρηση, που στηρίζεται στο ψάρεμα, την καλλιέργεια και τον καλλωπισμό του κήπου σαν χώρο παραγωγής και κατανάλωσης (ένα είδος
αυτοσχέδιας ταβέρνας) περνάμε στην Αθήνα
των σαράντα χιλιάδων κατοίκων η οποία, χωρίς κανένα προγραμματισμό μεγεθύνεται
για να φτάσει στα 4 εκατομμύρια κατοίκους .
Ένα κακέκτυπο των Δυτικών Ευρωπαϊκών κρατών, μια επίφαση
μοντέρνου κράτους, ένα σκηνικό, όπως ακριβώς το υβριδικό πρώτο χρηματιστήριο
που στεγάστηκε πάνω από το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» και σχεδόν ξεκίνησε τη
σταδιοδρομία του σέρνοντας τους αφελείς
νεοέλληνες στην καταστροφή, ακόμη και τον ίδιο τον συγγραφέα Ροΐδη (το σκάνδαλο των μετοχών Λαυρίου 1873 -740).
Μια ουσιαστική ματιά στη
πραγματικότητα και τις διασυνδέσεις της και πως αυτό μεταλλάσσεται σε τέχνη της
αφήγησης. (δημοσιογραφική αφήγηση – καλλιτεχνική αφήγηση)
Μελετώντας το έργο του
Ροΐδη στο σύνολο του, ανακαλύπτεις ότι η μία δραστηριότητα του επηρεάζει την
άλλη: Τα στοιχεία των δημοσιογραφικών
ρεπορτάζ του περνάνε ατόφια στα μυθιστορήματα του και αντίθετα τα
ρεπορτάζ του γράφονται με μια λογοτεχνικότητα.
Το συγκεκριμένο έργο που επεξεργαζόμαστε
προέκυψε από την δημοσιογραφική του έρευνα με τίτλο Αθηναϊκοί περίπατοι που δημοσιεύτηκε στις 22 Μαΐου 1896 στην εφημερίδα Εστία.
Αναφέρει μεταξύ άλλων : «….να
φροντίσουν να μη βρωμούν αι μάνδραι και να μην είναι τα πεζοδρόμια παραρτήματα
μακελλείων και λαχανοπωλείων […]
[…] χωρίς πνεύμονας
υγιείς αδύνατον είναι να υπάρξουν μυώνες ισχυροί, ότι εφ’ όσον εξακολουθούν ν’
αναπνέουν τας αναθυμιάσεις της Πλάκας,
της Βάθειας, της Παλαιάς Αγοράς, του Ροδακιού ή του Βαθρακονησίου, χάνουν τον
καιρό τους γυμναζόμενοι […]
[...] Εύκολον και
ασφαλέστατον μέσον αποδείξεως θα ήτο η επί τη βάσει της επιγραφής των
επιτηδείων πλακών ή σταυρών εξακρίβωσις των μέσου όρου της ηλικίας εις την
οποίαν απέθαναν οι αναπαυόμενοι εις το κοιμητήριον της Βάθειας και οι ευτυχήσαντες ν’ αναπνεύσουν καθαρώτατον αέρα πριν ενταφιαστούν
στο εις το Α νεκροταφείον. Η διαφορά θα ήτο, πιστεύω, μεγάλη, αφού εκ πρώτης
όψεως προξενεί αλγεινήν έκπληξιν εις τον επισκέπτην του λαϊκού Β νεκροταφείου
το μέγα πλήθος των παιδικών και νεανικών
σταυρών […]
[…] Και δεν αρκεί
μόνον να τους πείσετε, αλλά πρέπει και την οργήν των να εξεγείρετε κατά τον
πρωταιτίων του μολυσμού, κατά πάντος υπέρ τον μέτρον ρυπαρού μπακάλη, χασάπη,
μανάβη, και μαγείρου, κατά τον υπαιθρίων κοπριστών, κατά των δειλιώντων να
εκτελέσουν το καθήκον των αστυφυλάκων, προ πάντων όμως κατά του Βουλευτού, του
δένοντος τας χείρας της αστυνομίας και παρέχοντος, ως βλεδυρόν ρουσφέτι εις
τους προστατευόμενους του, απεριόριστον άδειαν δηλητηριάσεως της αθηναϊκής ατμόσφαιρας.»
Αφήγηση – Ιστορία
Όταν άρχισα να καταπιάνομαι
με το κείμενο η πρώτη σκέψη που ήρθε στο μυαλό μου ήταν ότι με κάποιο τρόπο μου
θύμισε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του ιστορικού Γιώργου Δερτιλή «Ιστορία του
Ελληνικού Κράτους» (Α και Β τόμος, Έκδοση Εστία 2010). Ο Γιώργος Δερτιλής
βέβαια έκανε ακριβώς την αντίθετη διαδρομή: ξεκινώντας από μια άκρως
επιστημονική θέαση της πραγματικότητας, αρχείων και στατιστικών πινάκων,
αφηγήθηκε με λογοτεχνική ευαισθησία και μια μόλις διακριτική ειρωνεία, την
Ιστορία της πατρίδας μας, ενώ ο Ροΐδης γράφοντας λογοτεχνία μέσω μιας μικρής
αποσπασματικής εικόνας δείχνει τη δομή της κατάστασης που δημιούργησε την ιστορία της Ελλάδας.
Η δεύτερη σκέψη που
έκανα ήταν ότι αυτό το υλικό που ήρθα απρόσμενα σε επαφή μαζί του, ένα
κατεργασμένο διαμάντι σκέψης και γλώσσας, δεν έπαιρνε καμία παραπάνω
επεξεργασία. Οποιαδήποτε μεταφορά, μεταποίηση της γλώσσας, θεατροποίηση, αλλαγή
γενικά, θα το κατέστρεφε. Θα έχανε την δύναμη της μορφής του.
Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να προβάλω χωρίς να
αλλοιώσω τη συμπυκνωμένη αυτή αφήγηση φτιαγμένη
με μεγάλη ακρίβεια ώστε να περιέχει όσο ακριβώς ειρωνεία χρειάζεται, συναισθηματισμό
ή ηθικολογίες.
Είχα μόνο μια διαφωνία
με τον Ροΐδη για το τέλος που εκεί τελικά αποφάσισα να επέμβω… όχι όμως στο
κείμενο όσο με μια πονηριά, δραματουργικά, που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες
για να παρακάμψουν προβλήματα του κειμένου.
Συμφώνησα λοιπόν με την διευθύντρια ότι θα μπορούσαμε να
κάνουμε κάτι, με τον όρο όμως να μην πειράξουμε το κείμενο. Θα έπρεπε να
υπάρχει μέσα στο έργο αυτούσιο.
Η μόνη λύση ήταν να
πρωταγωνιστήσει το ίδιο το κείμενο, το ίδιο το βιβλίο.
Τελικά το ίδιο το
κείμενο αποτελεί ένα και από τα κύρια στοιχεία του θεατρικού: Η ανακάλυψη ενός αντικειμένου (ένα
βιβλίο) που περιέχει ένα κείμενο
στη καθαρεύουσα, σαν ένα αρχαιολογικό εύρημα από το πρόσφατο παρελθόν μας που πολλές
φορές αγνοούμε ή περιφρονούμε γιατί ψάχνουμε προς άλλες κατευθύνσεις
να βρούμε μια νέα «πρόταση».
Βέβαια υπάρχει μια
μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών που τα τελευταία χρόνια ανασύρουν πολλά από τα
ξεχασμένα αριστουργήματα της Ελλάδας και τα παρουσιάζουν ατόφια όπως είναι.
Είχα την χαρά να δω
μερικές τέτοιες παραστάσεις, της πρόσφατα χαμένης Μίρκας Γεμεντζάκη, ή του
Δήμου Αβδελιώδη.
Ενδιαφέρουσες εργασίες
που παρουσίαζαν μια δομή που θύμιζε αρχαιολογική ανασκαφή : εύρεση του
αριστουργήματος καταγραφή του, επεξεργασία και παρουσίαση του με ένα
ταλαντούχο τρόπο, ατόφιο προς το κοινό.
Εξέχουσες εργασίες,
αλλά αυτή η κατεύθυνση για ένα άτομο όπως εγώ, που πάντα ήθελα να γυρίσω
ανάποδα αυτό που έβλεπα για να μελετήσω πως είναι κατασκευασμένο ή να ανακαλύψω
από τι αποτελείται, για να το φτιάξω διαφορετικά δεν με κάλυπτε.
Ένα άτομο από την φανταστική παρέα των ατόμων που είναι
πάντα μαζεμένοι μέσα στο κεφάλι μου όταν κάνω μια εργασία και έχουν μια νοητή συνομιλία με εμένα, μου έδωσε τη λύση επιβραβεύοντας τη σκέψη μου
στο να δω σαν αντικείμενο το βιβλίο και το κείμενο του Ροΐδη μέσα σε αυτό. Να
παίξει το βιβλίο τον ρόλο του συμπρωταγωνιστή.
Είναι ο Πλάτωνας και το βιβλίο του «Φαίδρος», όπου
μέσα σε αυτό έχει σαν κύριο θέμα, εκτός του έρωτα, το ίδιο το βιβλίο σαν
αντικείμενο και συγκεκριμένα το βιβλίο του Λυσία. Ο στόχος βέβαια του Πλάτωνα
ήταν να επικρίνει το βιβλίο και γενικά την γραφή, για τον λόγο αυτό ο Πλάτωνας εντάσσει
στην συζήτηση που κάνει με τον Φαίδρο και τον Λυσία μέσω του βιβλίου του.
Ο
στόχος ο δικός μου είναι να κάνω το αντίθετο: να εκθειάσω το βιβλίο. ( βέβαια
αυτό γίνεται σε μια εποχή που αφενός μεν έχει αναγνωριστεί ότι ο Πλάτωνας έκανε
λάθος αφετέρου, έχει εμφανιστεί ένα άλλο είδος βιβλίου, το ψηφιακό βιβλίο, αλλά
αυτό είναι μια άλλη ιστορία…)
Θα ακολουθούσα την ίδια
λύση λοιπόν: θα δημιουργούσαμε ένα
περιβάλλον για την θεατρική ύπαρξη του ίδιου του βιβλίου του Ροΐδη μέσα σε αυτό.
Στη συνέχεια θα έπρεπε
κάποιος να το διαχειριστεί. Το ίδιο το βιβλίο θα έπρεπε να παραμείνει σαν ένα ισχυρό
δραματουργικό στοιχείο του έργου, το δε άτομο που θα το διαχειριζόταν θα έπρεπε να είναι ένα άτομο (τον χαρακτήρα
που θα υποδύεται ο ηθοποιός) καθαρό στη σκέψη,
με διανοητικές δυνάμεις, τις οποίες όμως δεν ελέγχει απόλυτα. Δηλαδή ένα μεγάλο
μέρος των Ελλήνων. Ένα άτομο σε σύγχυση
το οποίο ψάχνει να βρει τον λόγο της συγκεκριμένης σύγχυσης.
Το βιβλίο κρυμμένο μέσα
σε μια εικαστική εγκατάσταση περιβάλλον
– μικρογραφία της Αθήνας, που αποτελεί ταυτόχρονα και αρχείο των αντικειμένων του
ήρωα, παρουσιάζει μια ευδιάκριτη εικόνα των αιτιών σημερινής κατάστασης της Ελλάδας.
Έπρεπε με κάποιο τρόπο
να αποτυπωθεί όλη αυτή η σκέψη στο θεατρικό έργο, αλλά και άλλα στοιχεία, όπως
η ιδιόμορφη αλλά ενδιαφέρουσα οπτική του
Ροΐδη: η χαρτογράφηση της Ελλάδας της εποχής, αυτή η ιδιόμορφη δομή μίσους και
αγάπης.
Για να λειτουργούσε αυτή
η ιδέα ο ηθοποιός έπρεπε να αποφύγει μια σειρά από παγίδες:
Να υποδυθεί έναν «ήρωα»
ο οποίος έρχεται σε επαφή με έναν κόσμο που δεν γνωρίζει.
‘Έναν «ήρωα» ή για την ακρίβεια «αντιήρωα» που κρατάει «στα χέρια του» έναν άλλο κόσμο. ‘Έναν κόσμο που δεν δέχεται
διαπραγμάτευση ούτε αλλαγή (βλέπε Φαίδρο), όπως κάθε γραμμένο κείμενο.
Ακόμα και τις στιγμές
που ο ήρωας βγαίνει εκτός εαυτού και ταυτίζεται με έναν από τους ήρωες του
Ροΐδη ( αυτόν που περιγράφεται από τον αφηγητή του) πρέπει να παραμένει ο ήρωας
του θεατρικού έργου που «ταυτίζεται» με τον ήρωα που περιγράφει το έργο.
Να φαίνεται καθαρά όταν
ταυτίζεται με τον ήρωα του Ροΐδη, ότι παρασύρεται από το κείμενο ( την αφήγηση
που διαβάζει). Στην ουσία ο ήρωας του θεατρικού έργου σχολιάζει την κατάσταση
του ήρωα του λογοτεχνικού έργου.
Στη θεατρική πράξη εντάσσονται και οι θεατές,
αφού ο ήρωας προσπαθεί να πάρει με το μέρος του τον κόσμο που τον παρακολουθεί,
όπως ακριβώς μετά από ένα καυγά στο δρόμο ή μια έντονη συζήτηση στο καφενείο.
Ο ήρωας νοιώθει γύρω του
το πλήθος και απευθύνεται σε αυτό ( είναι η προσωποποίηση της κοινής γνώμης).
Αυτή την εικόνα την υποδύεται, χωρίς την συγκατάβαση του, το κοινό. Και ο ήρωας
είναι γενικά ένας θεατής. Ένας «θεατής της ζωής». Προσπαθεί να αποφύγει αυτήν
τη ιδιότητα να ακολουθήσει έντονες
πράξεις αλλά δεν βρίσκει πως θα το κάνει αυτό πραγματικότητα.
Ζει, μέχρι τη στιγμή που
αρχίζει το έργο, στο σπίτι των γονιών του. Αυτό φαίνεται και από τα αντικείμενα
που έχει αραδιάσει στο καινούργιο διαμέρισμα: είναι αντικείμενα κυρίως
διακοσμητικά, δώρα, παιχνίδια από την παιδική του ηλικία, διάφορα ενθύμια, ποτά,
αντικείμενα για συμπληρωματικές διεργασίες της ζωής. Αντικείμενα όχι χρηστικά
αλλά διακοσμητικά. Δώρα που του έχουν χαρίσει φίλοι και κυρίως φίλες,
αντικείμενα από διάφορες συλλογές που έκανε στο παρελθόν, από διάφορες εμμονές
που είχε.
Ο ήρωας παρουσιάζεται σαν
fan του κινηματογράφου και όχι σαν cinéphile της γενιάς του 60.
Η στιγμιαία απόφαση να μετακομίσει
δεν του έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί, η αποφασιστικότητα του όμως να αλλάξει
άμεσα τις συνθήκες της ζωής του δεν του έδωσαν το περιθώριο να προετοιμάσει την
επόμενη κατάσταση.
Το κύριο δωμάτιο του
διαμερίσματος του, εκεί που άφησε όλα του τα αντικείμενα ( η σκηνή του θεάτρου)
δίνει την εντύπωση ενός αρχείου
ανοιγμένου, έτοιμο προς εξερεύνηση. Είναι το αρχείο της ζωής του πρωταγωνιστή.
Τα διάφορα επίπεδα των
υλικών και οι φάκελοι με την μορφή χαρτόκουτων από πολυμάγαζα, δημιουργεί την
διάθεση στον καθένα να ψάξει αυτό το αλλοπρόσαλλο υλικό, να το ταξινομήσει και
να το καταγράψει.
Είναι σαν να βλέπεις από
μυστική κάμερα, την προσωπική ζωή του ήρωα.
Το ίδιο ακριβώς
συμβαίνει και από την πλευρά του ήρωα. Ο ήρωας νοιώθει όλη του την ζωή αραδιασμένη
στο πάτωμα μέσα στις κούτες με τα αντικείμενα του, να τον περικλείει ασφυκτικά,
να του δείχνει το χαοτικό του παρελθόν του, την έλλειψη υποδομών, την άμεση
ανάγκη να αντιδράσει απέναντι σε αυτή τη κατάσταση, απέναντι σε αυτό το θέαμα.
Οι θεατές αρχίζουν να
παρακολουθούν τον ήρωα ακριβώς τη στιγμή που συνειδητοποιεί αυτή τη κατάσταση.
Που βρίσκεται μέσα σε ένα τοπίο πραγμάτων, όπως ο Γκιούλιβερ στη χώρα των
Λιλιπούτιων και αναρωτιέται τι θα πρέπει να κάνει; Από πού να ξεκινήσει; Πως θα
ξεφύγει από αυτή την δοκιμασία; Αν θα πρέπει να πετάξει κάτι ή να το
τακτοποιήσει;
Παρόλ’ αυτά προσπαθεί να
«πιαστεί» από τις αναμνήσεις του, από τα αγαπημένα του αντικείμενα.
Τη στιγμή αυτή νοιώθει
πόσο μόνος είναι. Παρόλο που βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών παρεών που έχει γνωρίσει
στο παρελθόν.
Όμως τελικά δεν
προσπαθεί να βρει τη λύση μόνο μέσα στο παρατεταγμένο σύνολο των αντικειμένων
της ζωής του.
Ουσιαστικά προσπαθεί να
επικοινωνήσει με το πρόσωπο που τον έβαλε σε αυτήν τη περιπέτεια: Το άτομο που
τον επηρέασε, χωρίς να το έχει επιδιώξει, να νοικιάσει το διαμέρισμα και να βρεθεί
ξαφνικά, χωρίς καμιά προετοιμασία μπροστά στην ίδια του τη ζωή.
Το άτομο αυτό είναι μια
κοπέλα, ένα άτομο πολύ διαφορετικό από αυτόν, κοινωνιολόγος, η οποία μελετάει
τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας και κυρίως πως και από πού ξεκίνησε αυτή τη
κατάσταση για να καταλήξει σε αυτή την πλήρη καταστροφή. Έχει δηλαδή μια οργανωμένη σκέψη, ζωή, στόχο
και μια καθημερινότητα απόλυτα οργανωμένη.
Δεν έχει λύσει
αποτελεσματικά τα προβλήματα που απασχολούν αυτήν την εποχή τον κόσμο: εργασία,
χρήματα, μοναξιά, αλλά έχει έναν τρόπο ζωής που την γεμίζει, της δίνει τα προς
το ζην και μειώνει τις αρνητικές σκέψεις.
Βέβαια ο λόγος που ο
ήρωας προσπαθεί να προσεγγίσει την κοπέλα δεν είναι οι μελέτες οι στόχοι και οι
αναζητήσεις που κάνει, αλλά το ότι τον έχει γοητεύσει σαν γυναίκα. Σίγουρα όμως
τα παραπάνω έχουν παίξει ένα ρόλο.
Αυτό το αλλόκοτο
συναίσθημα, ο έρωτας, που αλλοιώνει την πραγματικότητα και δημιουργεί όλες τις
πιθανότητες υπέρβασης σε ένα άλλο επίπεδο, έχει εμφανιστεί στην ιστορία που
παρακολουθούν οι θεατές.
Αυτή η δύναμη που
αλλάζει τις εκβάσεις στην ειρήνη και στον πόλεμο, δημιουργεί έργα θαυμαστά,
υποκινεί προδοσίες και καλλιεργεί τον ενθουσιασμό για το καινούργιο έχει
επηρεάσει την ιστορία του ήρωα μας.
Για αυτό τον λόγο
αποφάσισε αστραπιαία να νοικιάσει το διαμέρισμα. […]
Αξιοποιώ τα δίπολα όπως και ο Ροΐδης:
Παλαιά Αθήνα –
Σύγχρονη Αθήνα, βιβλίο – περιγραφή ζωής – πραγματική ζωή – θεατρική ζωή.
Σημερινή ζωή – πως
ξεκίνησε; / Αρχή της διάλυσης της δομής της παλιάς Αθήνας το φινάλε της διάλυσης
Ζωή – Ντοσιέ για τη
ζωή
Κυκλική ζωή στην
επαρχία: Ψάρεμα, καλλιέργεια, προσφορά φαγητού στην αυλή. Εποχές του χρόνου –
συνήθειες.
Ξεπούλημα των παραπάνω
υλικών αγαθών για αγορά μετοχών και μετάπλαση από αγρότης ψαράς ταβερνιάρης σε
δημόσιο υπάλληλο.
Καταστροφή της
οικολογικής αλυσίδας, συσσώρευση πληθυσμού, συσσώρευση περιττωμάτων. […]
Σκέψεις για τον Τίτλο
Η αρχή του κακού όπως την περιγράφει
ο Ροΐδης. ( περίπτωση Ροΐδη η αντίστροφη μέτρηση της διάλυσης της Ελλάδας.)
Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Η απόσταση
όμως θαμπώνει τα γεγονότα και ο καθένας κοιτάζει στο καθρέπτη το δικό του
πορτραίτο.