Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Ημερολόγιο Πρώτες σκέψεις (Άνοιξη – Καλοκαίρι 2013 πριν τη παράσταση)


Η πρώτη επαφή με το κείμενο

Στη προσπάθεια ανεύρεσης ενός έργου (για ανέβασμα στο θέατρο του Φούρνου) το οποίο θα μπορούσε να καταδείξει την εποχή με πειστικό και δυναμικό τρόπο (δηλαδή να βάλει σε σκέψεις τον θεατή πέρα από την ευχαρίστηση της παρακολούθησης του, ή του ενδιαφέροντος του για τις σκηνοθετικές πρωτοτυπίες ) ανασύρθηκε το κείμενο του Ροΐδη «Το παράπονο ενός  νεκροθάπτου». Ένα κείμενο που είχε γραφτεί 127 χρόνια πριν. (1895) 

Η  διευθύντρια του θεάτρου Φούρνος  είναι βιβλιοφάγος, διαβάζει κάθε χρόνο τα περισσότερα νέα βιβλία λογοτεχνίας και αρκετά από το παρελθόν, ελληνικά και ξένα, εντούτοις κανένα βιβλίο, κανένα κείμενο δεν την είχαν συγκινήσει και πείσει για την καθαρότητα, αμεσότητα και δυναμική που απαιτούσε η εποχή. (έχοντας πάντα βέβαια σαν στόχο την παρουσίαση του  στον ΦΟΥΡΝΟ, ένα μικρό θέατρο στην περιφέρεια της θεατρικής πραγματικότητας / όπως λέμε out of Broadway)

Αντίθετα εγώ,  ανακάλυπτα, τις περισσότερες φορές, την χαρά της ανάγνωσης σε κείμενα επιστημονικά, για ένα πολύ απλό λόγο: τα κείμενα αυτά σου μεταφέρουν την καθαρότητα μιας σκέψης, την αρμονική ανάπτυξη της, την αφήγηση μιας ανακάλυψης ή την διατύπωση ερωτημάτων. Η αφήγηση αυτή, στο χώρο των ιδεών,  με χαλάρωνε και με ταξίδευε σε τόπους καινούργιους και απόλυτα αρμονικούς,  ενώ αφηγήσεις για την ζωή άλλων ανθρώπων φανταστικών ή μη μου μετέφεραν άλλη μια προβληματική πλοκή στη σκέψη η οποία προστίθεται  στη δική μου καθημερινότητα ή στις δύσκολες ιστορίες φίλων και συγγενών. Έτσι μέσα στις καθημερινές αγωνιώδεις σκέψεις μου για το μέλλον των δικών μου ανθρώπων, αλλά και το δικό μου έμπαιναν και οι ζωές των ηρώων που έπρεπε να συντηρώ  καθαρά στη μνήμη μου, τουλάχιστον μέχρι να τελειώσει το έργο που διάβαζα. 

Μόνο οι «μεγάλες αφηγήσεις» για κάποιο λόγο μου μετέφεραν την γαλήνη και τη xαρά της ανάγνωσης, οι αφηγήσεις  του  Ντοστογέφσκι, του Τολστόι, του Μπαλζάκ όπως και η θεατρική αφήγηση του αγαπημένου μου Σαίξπηρ – μια  σύνθετη ύφανση πολυεπίπεδων δράσεων, συνδεμένες με πληροφορίες για την εποχή του, νέες ιδέες, και έμμετροι σχολιασμοί όλα αυτά σε ένα κτίσμα μικρογραφία των μέσων επικοινωνίας, ανάλογο της εποχής του τοποθετημένο στην κακόφημη γειτονιά του Λονδίνου με το όνομα Globe. (σφαίρα, υδρόγειος, υφήλιος)
Τα έργα αυτά όμως απαιτούσαν μια πολυέξοδη και πολύ μεγαλύτερης κλίμακας παραγωγή. 

Η ιδέα έπεσε από την φίλη και συνεργάτιδα ηθοποιό  Ευγενία Μαραγκού.
Διαβάστε «Το παράπονο το νεκροθάφτη» του Ροΐδη.

Το όνομα του συγγραφέα, Εμμανουήλ Ροΐδης, ήταν γνωστό,  ενταγμένο μέσα στη συλλογική μας εθνική συνείδηση, αλλά και με τραυματικές παιδικές εμπειρίες από το σχολείο που πολλές φορές κατόρθωνε να κάνει να αδικήσουμε πολλά αριστουργήματα με τον τρόπο που παρουσιάζονταν.   


Το κείμενο ιδιαίτερα γνωστό το τελευταίο διάστημα : παλαιότερα είχε γίνει ταινία (Κοράκια ή Το παράπονο του νεκροθάπτου σκηνοθεσία Τάκη Σπετσιώτη 1991  και πρόσφατα είχε παρουσιασθεί στο θέατρο (ΒΟΟΖΕ σκηνεοθεσία Αντρέας Κουτσουρέλης), η αποτυχία όμως της εντατικής προσπάθειας για την ανεύρεση ενός ισχυρού και ταυτόχρονα ενδιαφέροντος καλλιτεχνικά κειμένου μας έκανε να ενδιαφερθούμε για το συγκεκριμένο κείμενο. Αποφάσισα να προχωρήσω στην ανάγνωση του κειμένου και εφ όσον με έπειθε να επεξεργαζόμουν τις δυνατότητες για μια μεταφορά του στο θέατρο.

Κυρίως επέμενε η Διευθύντρια του Φούρνου η οποία  ένα βράδυ, μετά το φαγητό, και ενώ εγώ συνέχιζα να ασχολούμαι με το γράψιμο μιας εργασίας, μου διάβασε το έργο του Ροΐδη. (Αυτά συμβαίνουν όταν η διευθύντρια του κέντρου που συνεργάζεσαι, τυγχάνει να είναι γυναίκα σου)
Το κείμενο ήταν καθηλωτικό! Σταμάτησα την εργασία μου και παρακολούθησα   προσεκτικά με τι μαεστρία, λεπτή ειρωνεία και επιστημονική ακρίβεια, συνέθετε ο συγγραφέας μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εικόνα της Αθήνας μέσα από την πλήρη καταστροφή του ήρωα που αποφάσισε να ζήσει μέσα σε αυτήν.

Το σημαντικότερο στοιχείο, που προκάλεσε το ενδιαφέρον μου, ήταν η περιγραφή της Ελλάδας την ιδιαίτερη στιγμή που γεννήθηκε το πολιτικοκοινωνικό εξάμβλωμα που σήμερα παρακολουθούμε την πτώση του και κυρίως τη δική μας πτώση αφού έχει την δύναμη να μεταθέτει τις ευθύνες στον αδύναμο κρίκο δηλαδή τον λαό, δεδομένου ότι το ίδιο έχει ιδιαίτερα ισχυρές δομές επιβίωσης. Περιγράφει δηλαδή τη στιγμή που το νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος από μια κατάσταση μιας  μικρή γεωργική περιοχής , προσπαθούσε να γίνει ένα σύγχρονο κράτος με τράπεζες, βιομηχανία, χρηματιστήριο κλπ. Ήταν η στιγμή της αρχής της εξαθλίωσης που η εξουσία (ότι μπορεί να σημαίνει εξουσία σε ένα ληστρικό κράτος) και τα παράγωγα της που την στήριζαν, νόμιμα και παράνομα, συντόνισαν την δομή της «ανάπτυξης» με τον πιο άθλιο τρόπο  με στόχο το προσωπικό όφελος. 

Καθρέπτης αυτής της «ανάπτυξης» η Αθήνα που από μια κωμόπολη γιγαντώθηκε, χωρίς κανένα σχέδιο, για να φιλοξενήσει προσωπικούς στόχους δίπλα στις κρατικές λειτουργίες ως η νέα πρωτεύουσα.  

Τα γεγονότα αυτά δεν είναι τόσο μακρινά: Το 1830 αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους με πρωτεύουσα το Ναύπλιο. Το 1833 εγκαθιδρύθηκε η μοναρχία και η πρωτεύουσα μεταφέρεται στην Αθήνα. Προς το τέλος του αιώνα, την εποχή που περιγράφει ο Ροΐδης, η Ελλάδα και κυρίως η Αθήνα προσπαθεί να αποκτήσει τη δομή μιας σύγχρονης πρωτεύουσας, με ιδιόμορφο τρόπο…     

Η κατάρρευση που αρχίσαμε να βιώνουμε «στερεοσκοπικά» και ποικιλόμορφα τα δύο τελευταία χρόνια στις 42αρες φλατ οθόνες μας, σαν θεατές στην αρχή, σε ένα φαντασμαγορικό πολυθέαμα και χρηματοδότες, στη συνέχεια, του πολυθεάματος με χρήματα από το μισθό και τις συντάξεις μας αλλά και με τα χρήματα που είχαμε στην άκρη…  ξεκίνησε ακριβώς εκείνη  την περίοδο  που περιγράφει ο Ροΐδης.

Με αριστοτεχνικό τρόπο δημιουργεί μια μικρογραφία της κοινωνίας ικανή για έρευνα και εξαγωγή συμπερασμάτων. Για αυτό το λόγο στην αφήγηση του έργου του κυριαρχούν οι κοινωνικές ή επιστημονικές αναλύσεις, οι πληροφορίες για το περιβάλλον της εποχής και έρχεται σε δεύτερο επίπεδο η ζωή του ήρωα και της οικογένειας του με όλες τις συναισθηματικές εντάσεις που θα μπορούσαν να παρασύρουν τον θεατή. Ο ήρωας είναι η αφορμή για να περιγράψει με ακρίβεια το σύστημα το οποίο δημιουργεί  το πρόβλημα.  

Ελέγχει απόλυτα  την συναισθηματικότητα που άνετα θα μπορούσαν να διογκώσουν στον αναγνώστη του τα βάσανα των ηρώων του προερχόμενα από τις αδικίες εις βάρος τους. Δίνει το βάρος του στη οργάνωση  των γεγονότων  στο σύνολο τους περιγράφοντας με ακρίβεια όλες τις διασυνδέσεις, διαπλοκές στη προκειμένη περίπτωση,  των προσώπων και γεγονότων.
Περιγράφει με δυο λόγια πως από μια μικροοικονομία βασισμένη, στο κλίμα, στο έδαφος, στη κυκλική ροή του χρόνου με τις διαφορετικές εποχές που μας χαρίζει το εύκρατο κλίμα της περιοχής μας και με κέντρο τον ίδιο τον άνθρωπο ( δηλαδή μια κατάσταση που σήμερα αναζητάμε μέσα από τις οικολογικές μας ευαισθησίες  ή σαν λύση για ένα ποιοτικό τρόπο ζωής ή ακόμα για μια λύση στο οικονομικό αδιέξοδο: την επιστροφή στο χωριό) περνάμε σε ένα υδροκέφαλο κράτος, με λάθος οργάνωση και δομή αφού δημιουργήθηκε με βάση  τα προσωπικά συμφέροντα των ατόμων που είχαν ή εξυπηρετούσαν την εξουσία  χωρίς κανένα ενδιαφέρον για το κοινωνικό συμφέρον. 

Από μια οικογενειακή οικονομική επιχείρηση, που στηρίζεται στο ψάρεμα, την καλλιέργεια και τον καλλωπισμό  του κήπου σαν χώρο  παραγωγής και κατανάλωσης (ένα είδος αυτοσχέδιας ταβέρνας)  περνάμε στην Αθήνα των σαράντα χιλιάδων κατοίκων η οποία, χωρίς κανένα προγραμματισμό μεγεθύνεται για να  φτάσει στα  4 εκατομμύρια κατοίκους .  

Ένα κακέκτυπο  των Δυτικών Ευρωπαϊκών κρατών, μια επίφαση μοντέρνου κράτους, ένα σκηνικό, όπως ακριβώς το υβριδικό πρώτο χρηματιστήριο που στεγάστηκε πάνω από το καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» και σχεδόν ξεκίνησε τη σταδιοδρομία  του σέρνοντας τους αφελείς νεοέλληνες στην καταστροφή, ακόμη και τον ίδιο τον συγγραφέα Ροΐδη  (το σκάνδαλο των μετοχών Λαυρίου 1873 -740).


Μια ουσιαστική ματιά στη πραγματικότητα και τις διασυνδέσεις της και πως αυτό μεταλλάσσεται σε τέχνη της αφήγησης. (δημοσιογραφική αφήγηση – καλλιτεχνική αφήγηση) 

Μελετώντας το έργο του Ροΐδη στο σύνολο του, ανακαλύπτεις ότι η μία δραστηριότητα του επηρεάζει την άλλη: Τα στοιχεία των δημοσιογραφικών  ρεπορτάζ του περνάνε ατόφια στα μυθιστορήματα του και αντίθετα τα ρεπορτάζ του γράφονται με μια λογοτεχνικότητα.    

 Το συγκεκριμένο έργο που επεξεργαζόμαστε προέκυψε από την δημοσιογραφική του έρευνα με τίτλο Αθηναϊκοί περίπατοι  που δημοσιεύτηκε στις 22 Μαΐου 1896  στην εφημερίδα Εστία.
Αναφέρει μεταξύ άλλων : «….να φροντίσουν να μη βρωμούν αι μάνδραι και να μην είναι τα πεζοδρόμια παραρτήματα μακελλείων και λαχανοπωλείων […]
[…] χωρίς πνεύμονας υγιείς αδύνατον είναι να υπάρξουν μυώνες ισχυροί, ότι εφ’ όσον εξακολουθούν ν’ αναπνέουν  τας αναθυμιάσεις της Πλάκας, της Βάθειας, της Παλαιάς Αγοράς, του Ροδακιού ή του Βαθρακονησίου, χάνουν τον καιρό τους γυμναζόμενοι […]
[...] Εύκολον και ασφαλέστατον μέσον αποδείξεως θα ήτο η επί τη βάσει της επιγραφής των επιτηδείων πλακών ή σταυρών εξακρίβωσις των μέσου όρου της ηλικίας εις την οποίαν απέθαναν οι αναπαυόμενοι εις το κοιμητήριον της Βάθειας και οι ευτυχήσαντες  ν’ αναπνεύσουν καθαρώτατον αέρα πριν ενταφιαστούν στο εις το Α νεκροταφείον. Η διαφορά θα ήτο, πιστεύω, μεγάλη, αφού εκ πρώτης όψεως προξενεί αλγεινήν έκπληξιν εις τον επισκέπτην του λαϊκού Β νεκροταφείου το μέγα πλήθος των παιδικών και νεανικών      σταυρών […]  
[…] Και δεν αρκεί μόνον να τους πείσετε, αλλά πρέπει και την οργήν των να εξεγείρετε κατά τον πρωταιτίων του μολυσμού, κατά πάντος υπέρ τον μέτρον ρυπαρού μπακάλη, χασάπη, μανάβη, και μαγείρου, κατά τον υπαιθρίων κοπριστών, κατά των δειλιώντων να εκτελέσουν το καθήκον των αστυφυλάκων, προ πάντων όμως κατά του Βουλευτού, του δένοντος τας χείρας της αστυνομίας και παρέχοντος, ως βλεδυρόν ρουσφέτι εις τους προστατευόμενους του, απεριόριστον άδειαν δηλητηριάσεως της αθηναϊκής  ατμόσφαιρας.» 

Αφήγηση – Ιστορία 
                                  
Όταν άρχισα να καταπιάνομαι με το κείμενο η πρώτη σκέψη που ήρθε στο μυαλό μου ήταν ότι με κάποιο τρόπο μου θύμισε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του ιστορικού Γιώργου Δερτιλή «Ιστορία του Ελληνικού Κράτους» (Α και Β τόμος, Έκδοση Εστία 2010). Ο Γιώργος Δερτιλής βέβαια έκανε ακριβώς την αντίθετη διαδρομή: ξεκινώντας από μια άκρως επιστημονική θέαση της πραγματικότητας, αρχείων και στατιστικών πινάκων, αφηγήθηκε με λογοτεχνική ευαισθησία και μια μόλις διακριτική ειρωνεία, την Ιστορία της πατρίδας μας, ενώ ο Ροΐδης γράφοντας λογοτεχνία μέσω μιας μικρής αποσπασματικής εικόνας δείχνει τη δομή της κατάστασης που δημιούργησε την  ιστορία της Ελλάδας.
Η δεύτερη σκέψη που έκανα ήταν ότι αυτό το υλικό που ήρθα απρόσμενα σε επαφή μαζί του, ένα κατεργασμένο διαμάντι σκέψης και γλώσσας, δεν έπαιρνε καμία παραπάνω επεξεργασία. Οποιαδήποτε μεταφορά, μεταποίηση της γλώσσας, θεατροποίηση, αλλαγή γενικά, θα το κατέστρεφε. Θα έχανε την δύναμη της μορφής του.

 Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να προβάλω χωρίς να αλλοιώσω  τη συμπυκνωμένη αυτή αφήγηση φτιαγμένη με μεγάλη ακρίβεια ώστε να περιέχει όσο ακριβώς ειρωνεία χρειάζεται, συναισθηματισμό ή ηθικολογίες.

Είχα μόνο μια διαφωνία με τον Ροΐδη για το τέλος που εκεί τελικά αποφάσισα να επέμβω… όχι όμως στο κείμενο όσο με μια πονηριά, δραματουργικά,  που συνηθίζουν να χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες για να παρακάμψουν προβλήματα του κειμένου.

Συμφώνησα  λοιπόν με την διευθύντρια ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, με τον όρο όμως να μην πειράξουμε το κείμενο. Θα έπρεπε να υπάρχει μέσα στο έργο αυτούσιο.

Η μόνη λύση ήταν να πρωταγωνιστήσει το ίδιο το κείμενο, το ίδιο το βιβλίο. 
Τελικά το ίδιο το κείμενο αποτελεί ένα και από τα κύρια στοιχεία  του θεατρικού: Η ανακάλυψη ενός αντικειμένου  (ένα  βιβλίο) που περιέχει ένα  κείμενο στη καθαρεύουσα, σαν ένα αρχαιολογικό εύρημα από το πρόσφατο παρελθόν μας που πολλές φορές  αγνοούμε  ή περιφρονούμε γιατί ψάχνουμε προς άλλες κατευθύνσεις να βρούμε μια νέα «πρόταση».
Βέβαια υπάρχει μια μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών που τα τελευταία χρόνια ανασύρουν πολλά από τα ξεχασμένα αριστουργήματα της Ελλάδας και τα παρουσιάζουν ατόφια όπως είναι.
Είχα την χαρά να δω μερικές τέτοιες  παραστάσεις,  της πρόσφατα χαμένης Μίρκας Γεμεντζάκη, ή του Δήμου Αβδελιώδη.
Ενδιαφέρουσες εργασίες που παρουσίαζαν μια δομή που θύμιζε αρχαιολογική ανασκαφή : εύρεση του αριστουργήματος καταγραφή του,  επεξεργασία και παρουσίαση του με ένα ταλαντούχο τρόπο, ατόφιο προς το κοινό.
Εξέχουσες εργασίες, αλλά αυτή η κατεύθυνση για ένα άτομο όπως εγώ, που πάντα ήθελα να γυρίσω ανάποδα αυτό που έβλεπα για να μελετήσω πως είναι κατασκευασμένο ή να ανακαλύψω από τι αποτελείται, για να το φτιάξω διαφορετικά δεν με κάλυπτε.

Ένα  άτομο από την φανταστική παρέα των ατόμων που είναι πάντα μαζεμένοι μέσα στο κεφάλι μου όταν κάνω μια εργασία και έχουν  μια νοητή συνομιλία με εμένα,  μου έδωσε τη λύση επιβραβεύοντας τη σκέψη μου στο να δω σαν αντικείμενο το βιβλίο και το κείμενο του Ροΐδη μέσα σε αυτό. Να παίξει το βιβλίο τον ρόλο του συμπρωταγωνιστή.
Είναι  ο Πλάτωνας και το βιβλίο του «Φαίδρος», όπου μέσα σε αυτό έχει σαν κύριο θέμα, εκτός του έρωτα, το ίδιο το βιβλίο σαν αντικείμενο και συγκεκριμένα το βιβλίο του Λυσία. Ο στόχος βέβαια του Πλάτωνα ήταν να επικρίνει το βιβλίο και γενικά την γραφή, για τον λόγο αυτό ο Πλάτωνας εντάσσει στην συζήτηση που κάνει με τον Φαίδρο και τον Λυσία μέσω του βιβλίου του. 

Ο στόχος ο δικός μου είναι να κάνω το αντίθετο: να εκθειάσω το βιβλίο. ( βέβαια αυτό γίνεται σε μια εποχή που αφενός μεν έχει αναγνωριστεί ότι ο Πλάτωνας έκανε λάθος αφετέρου, έχει εμφανιστεί ένα άλλο είδος βιβλίου, το ψηφιακό βιβλίο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…)    
Θα ακολουθούσα την ίδια λύση λοιπόν: θα δημιουργούσαμε  ένα περιβάλλον για την θεατρική ύπαρξη του ίδιου του βιβλίου του Ροΐδη μέσα σε αυτό.

Στη συνέχεια θα έπρεπε κάποιος να το διαχειριστεί. Το ίδιο το βιβλίο θα έπρεπε να παραμείνει σαν ένα ισχυρό δραματουργικό στοιχείο του έργου, το δε άτομο που θα το διαχειριζόταν  θα έπρεπε να είναι ένα άτομο (τον χαρακτήρα που θα υποδύεται ο ηθοποιός)  καθαρό στη σκέψη, με διανοητικές δυνάμεις, τις οποίες όμως δεν ελέγχει απόλυτα. Δηλαδή ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων.  Ένα άτομο σε σύγχυση το οποίο ψάχνει να βρει τον λόγο της συγκεκριμένης σύγχυσης.
Το βιβλίο κρυμμένο μέσα σε μια εικαστική εγκατάσταση  περιβάλλον – μικρογραφία της Αθήνας, που αποτελεί ταυτόχρονα και αρχείο των αντικειμένων του ήρωα, παρουσιάζει μια ευδιάκριτη εικόνα των αιτιών  σημερινής κατάστασης της Ελλάδας.
Έπρεπε με κάποιο τρόπο να αποτυπωθεί όλη αυτή η σκέψη στο θεατρικό έργο, αλλά και άλλα στοιχεία, όπως η ιδιόμορφη αλλά ενδιαφέρουσα οπτική  του Ροΐδη: η χαρτογράφηση της Ελλάδας της εποχής, αυτή η ιδιόμορφη δομή μίσους και αγάπης.
Για να λειτουργούσε αυτή η ιδέα ο ηθοποιός έπρεπε να αποφύγει μια σειρά από παγίδες:
Να υποδυθεί έναν «ήρωα» ο οποίος έρχεται σε επαφή με έναν κόσμο που δεν γνωρίζει. 
‘Έναν  «ήρωα» ή για την ακρίβεια «αντιήρωα»  που κρατάει «στα χέρια του» έναν  άλλο κόσμο. ‘Έναν κόσμο που δεν δέχεται διαπραγμάτευση ούτε αλλαγή (βλέπε Φαίδρο), όπως κάθε γραμμένο κείμενο.  
Ακόμα και τις στιγμές που ο ήρωας βγαίνει εκτός εαυτού και ταυτίζεται με έναν από τους ήρωες του Ροΐδη ( αυτόν που περιγράφεται από τον αφηγητή του) πρέπει να παραμένει ο ήρωας του θεατρικού έργου που «ταυτίζεται» με τον ήρωα που περιγράφει το έργο.
Να φαίνεται καθαρά όταν ταυτίζεται με τον ήρωα του Ροΐδη, ότι παρασύρεται από το κείμενο ( την αφήγηση που διαβάζει). Στην ουσία ο ήρωας του θεατρικού έργου σχολιάζει την κατάσταση του ήρωα του λογοτεχνικού έργου.
 Στη θεατρική πράξη εντάσσονται και οι θεατές, αφού ο ήρωας προσπαθεί να πάρει με το μέρος του τον κόσμο που τον παρακολουθεί, όπως ακριβώς μετά από ένα καυγά στο δρόμο ή μια έντονη συζήτηση στο καφενείο.
Ο ήρωας νοιώθει γύρω του το πλήθος και απευθύνεται σε αυτό ( είναι η προσωποποίηση της κοινής γνώμης). Αυτή την εικόνα την υποδύεται, χωρίς την συγκατάβαση του, το κοινό. Και ο ήρωας είναι γενικά ένας θεατής. Ένας «θεατής της ζωής». Προσπαθεί να αποφύγει αυτήν τη  ιδιότητα να ακολουθήσει έντονες πράξεις αλλά δεν βρίσκει πως θα το κάνει αυτό πραγματικότητα.
Ζει, μέχρι τη στιγμή που αρχίζει το έργο, στο σπίτι των γονιών του. Αυτό φαίνεται και από τα αντικείμενα που έχει αραδιάσει στο καινούργιο διαμέρισμα: είναι αντικείμενα κυρίως διακοσμητικά, δώρα, παιχνίδια από την παιδική του ηλικία, διάφορα ενθύμια, ποτά, αντικείμενα για συμπληρωματικές διεργασίες της ζωής. Αντικείμενα όχι χρηστικά αλλά διακοσμητικά. Δώρα που του έχουν χαρίσει φίλοι και κυρίως φίλες, αντικείμενα από διάφορες συλλογές που έκανε στο παρελθόν, από διάφορες εμμονές που είχε.
Ο ήρωας παρουσιάζεται σαν fan του κινηματογράφου και όχι σαν cinéphile της γενιάς του 60.
Η στιγμιαία απόφαση να μετακομίσει δεν του έδωσε την ευκαιρία να οργανωθεί, η αποφασιστικότητα του όμως να αλλάξει άμεσα τις συνθήκες της ζωής του δεν του έδωσαν το περιθώριο να προετοιμάσει την επόμενη κατάσταση.
Το κύριο δωμάτιο του διαμερίσματος του, εκεί που άφησε όλα του τα αντικείμενα ( η σκηνή του θεάτρου) δίνει  την εντύπωση ενός αρχείου ανοιγμένου, έτοιμο προς εξερεύνηση. Είναι το αρχείο της ζωής του πρωταγωνιστή.
Τα διάφορα επίπεδα των υλικών και οι φάκελοι με την μορφή χαρτόκουτων από πολυμάγαζα, δημιουργεί την διάθεση στον καθένα να ψάξει αυτό το αλλοπρόσαλλο υλικό, να το ταξινομήσει και να το καταγράψει.
Είναι σαν να βλέπεις από μυστική κάμερα, την προσωπική ζωή του ήρωα.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και από την πλευρά του ήρωα. Ο ήρωας νοιώθει όλη του την ζωή αραδιασμένη στο πάτωμα μέσα στις κούτες με τα αντικείμενα του, να τον περικλείει ασφυκτικά, να του δείχνει το χαοτικό του παρελθόν του, την έλλειψη υποδομών, την άμεση ανάγκη να αντιδράσει απέναντι σε αυτή τη κατάσταση, απέναντι σε αυτό το θέαμα.
Οι θεατές αρχίζουν να παρακολουθούν τον ήρωα ακριβώς τη στιγμή που συνειδητοποιεί αυτή τη κατάσταση. Που βρίσκεται μέσα σε ένα τοπίο πραγμάτων, όπως ο Γκιούλιβερ στη χώρα των Λιλιπούτιων και αναρωτιέται τι θα πρέπει να κάνει; Από πού να ξεκινήσει; Πως θα ξεφύγει από αυτή την δοκιμασία; Αν θα πρέπει να πετάξει κάτι ή να το τακτοποιήσει;
Παρόλ’ αυτά προσπαθεί να «πιαστεί» από τις αναμνήσεις του, από τα αγαπημένα του αντικείμενα. 
Τη στιγμή αυτή νοιώθει πόσο μόνος είναι. Παρόλο που βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών παρεών που έχει γνωρίσει στο παρελθόν.
Όμως τελικά δεν προσπαθεί να βρει τη λύση μόνο μέσα στο παρατεταγμένο σύνολο των αντικειμένων της ζωής του.
Ουσιαστικά προσπαθεί να επικοινωνήσει με το πρόσωπο που τον έβαλε σε αυτήν τη περιπέτεια: Το άτομο που τον επηρέασε, χωρίς να το έχει επιδιώξει,  να νοικιάσει το διαμέρισμα και να βρεθεί ξαφνικά, χωρίς καμιά προετοιμασία μπροστά στην ίδια του τη ζωή.
Το άτομο αυτό είναι μια κοπέλα, ένα άτομο πολύ διαφορετικό από αυτόν, κοινωνιολόγος, η οποία μελετάει τη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας και κυρίως πως και από πού ξεκίνησε αυτή τη κατάσταση για να καταλήξει σε αυτή την πλήρη καταστροφή.  Έχει δηλαδή μια οργανωμένη σκέψη, ζωή, στόχο και μια  καθημερινότητα απόλυτα οργανωμένη.
Δεν έχει λύσει αποτελεσματικά τα προβλήματα που απασχολούν αυτήν την εποχή τον κόσμο: εργασία, χρήματα, μοναξιά, αλλά έχει έναν τρόπο ζωής που την γεμίζει, της δίνει τα προς το ζην και μειώνει τις αρνητικές σκέψεις.
Βέβαια ο λόγος που ο ήρωας προσπαθεί να προσεγγίσει την κοπέλα δεν είναι οι μελέτες οι στόχοι και οι αναζητήσεις που κάνει, αλλά το ότι τον έχει γοητεύσει σαν γυναίκα. Σίγουρα όμως τα παραπάνω έχουν παίξει ένα ρόλο.
Αυτό το αλλόκοτο συναίσθημα, ο έρωτας, που αλλοιώνει την πραγματικότητα και δημιουργεί όλες τις πιθανότητες υπέρβασης σε ένα άλλο επίπεδο, έχει εμφανιστεί στην ιστορία που παρακολουθούν οι θεατές.
Αυτή η δύναμη που αλλάζει τις εκβάσεις στην ειρήνη και στον πόλεμο, δημιουργεί έργα θαυμαστά, υποκινεί προδοσίες και καλλιεργεί τον ενθουσιασμό για το καινούργιο έχει επηρεάσει την ιστορία του ήρωα μας.
Για αυτό τον λόγο αποφάσισε αστραπιαία να νοικιάσει το διαμέρισμα.  […]                                                     
 Αξιοποιώ τα δίπολα όπως και ο Ροΐδης:
Παλαιά Αθήνα – Σύγχρονη Αθήνα, βιβλίο – περιγραφή ζωής – πραγματική ζωή – θεατρική ζωή.
Σημερινή ζωή – πως ξεκίνησε; / Αρχή της διάλυσης της δομής  της παλιάς Αθήνας το φινάλε της διάλυσης
Ζωή – Ντοσιέ για τη ζωή 
Κυκλική ζωή στην επαρχία: Ψάρεμα, καλλιέργεια, προσφορά φαγητού στην αυλή. Εποχές του χρόνου – συνήθειες.
Ξεπούλημα των παραπάνω υλικών αγαθών για αγορά μετοχών και μετάπλαση από αγρότης ψαράς ταβερνιάρης σε δημόσιο υπάλληλο.
Καταστροφή της οικολογικής αλυσίδας, συσσώρευση πληθυσμού, συσσώρευση περιττωμάτων.  […]   


Σκέψεις για τον Τίτλο
Η αρχή του κακού όπως την περιγράφει ο Ροΐδης. ( περίπτωση Ροΐδη η αντίστροφη μέτρηση της διάλυσης της Ελλάδας.)

 Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Η απόσταση όμως θαμπώνει τα γεγονότα και ο καθένας κοιτάζει στο καθρέπτη το δικό του πορτραίτο.
   






Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Σκέψεις για τη παρουσίαση του έργου: Ο χρόνος και ο χώρος του έργου



Το υλικό του χρόνου
Το έργο κινείται σε πραγματικό χρόνο. Οι θεατές παρακολουθούν περίπου μιάμιση ώρα από την ζωή του ήρωα … σαν να κοιτάνε από τη κλειδαρότρυπα.
Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική αυτή η χρονική περίοδος που απομονώνεται από την ζωή του ήρωα.

Το υλικό του χώρου
Είναι η στιγμή που έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του ζωή. Η στιγμή που βρίσκεται σε ένα άδειο δωμάτιο με αραδιασμένες κούτες  από σούπερ μάρκετ που περιέχουν μέσα όλη του την «περιουσία», στην ουσία άχρηστα αντικείμενα, για την ακρίβεια όχι χρηστικά, αφού έμενε με τους δικούς του.
Είναι τα αρχεία της μέχρι τώρα ζωής του αραδιασμένα στο πάτωμα, που προσπαθεί να ανασυνθέσει, να πιαστεί από αυτά.   

Ο άλλος χωροχρόνος - διασύνδεση με τον έξω χώρο
Το κινητό, μια απροσδόκητη «μουσική επένδυση» που  διαταράσσει την ησυχία του σε άσχετες στιγμές, από την μία μεριά τον αποσπά από τις σκέψεις του και τον επαναφέρει στην πραγματικότητα του, από την άλλη μεριά είναι η μόνη του ελπίδα να πλησιάσει τον στόχο που έχει βάλει: να επικοινωνήσει με την άγνωστη κοπέλα που του νοίκιασε το διαμέρισμα.
Μια αποτυχημένη προσπάθεια επικοινωνίας με την κοπέλα, την Κατερίνα, έχει σαν αποτέλεσμα να διεισδύσει μέσα στο χαοτικό αρχείο του Αλέκου ένα άλλο αρχείο, το οργανωμένο αρχείο της κοπέλας που έχει ξεχαστεί στο χώρο,  το οποίο ενεργοποιεί την περιέργεια και ευφυΐα του Αλέκου.  Κεντρικό στοιχείο ένα βιβλίο, το βιβλίο του Ροΐδη που σταδιακά συνεπαίρνει τον Αλέκο, τον παγιδεύει στη πλοκή του  και τον κάνει να ταυτισθεί με τον ήρωα του Ροΐδη.      

Η θέση του θεατή στον χώρο του θεάτρου, στο χώρο της δράσης
Σταδιακά το κοινό χάνει τη σιγουριά του θεατή που βρίσκεται στο σκοτάδι: τα φώτα ανάβουν και ο Αλέκος αρχίζει να απευθύνεται προς το κοινό, αναγνωρίζει σε αυτό  ήρωες του έργου, ξεσπά απάνω του, ζητά τη βοήθεια του για να τελειώσει το έργο.
Η φωνή από τον χώρο του ηλεκτρολογείου που διατυπώνει την ερώτηση:  «πώς τελειώνει το έργο» ( του φωτιστή που βαριέται και θέλει να τελειώνει) που λειτουργεί σαν να διαβάζει  τη σκέψη των θεατών,  δημιουργεί ένα ακόμα επίπεδο εντελώς έξω από το έργο τοποθετώντας τις πραγματικές ιδιότητες του καθενός μέσα σε αυτή την αίθουσα: του ηθοποιού, των θεατών, του φωτιστή.

Τέλος χρόνου
 
Το έργο τελειώνει με την θριαμβευτική εισβολή της μουσικής που χρησιμοποιεί σαν ήχο κλήσης  του κινητού του ο Αλέκος  «I feel  good»,  μέσα στο δωμάτιο–αρχείο του.  Τέλος το «Μαύρο»,  δηλαδή το θέατρο χωρίς φωτισμό, χωρίς Φως,  που για το θέατρο σημαίνει  ΑΥΛΑΙΑ, που σημαίνει τέλος της σύμβασης, που σημαίνει υπόκλιση του ηθοποιού, που σημαίνει  χειροκρότημα του κοινού, που σημαίνει παραδοχή του έργου εκ μέρους των θεατών.       
 
 
 

 

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Σκέψεις για τη παρουσίαση του έργου: Περιγραφή του ήρωα


Οδηγίες προς τον ηθοποιό : Σε όλο το έργο «είναι» ο Αλέκος. Όταν υποδύεται τον Νεκροθάφτη Αργύρη  Ζώμα  είναι ο ηθοποιός ο οποίος υποδύεται τον Αλέκο ο οποίος υποδύεται τον νεκροθάφτη Αργύρη  Ζώμα.   

Ο ήρωας  
Το όνομα του είναι Αλέκος

Ο Αλέκος είναι ένας έξυπνος άντρας, ο οποίος φέρεται σαν παιδί.
Δεν έχει ολοκληρώσει ποτέ τίποτα, παρ’ όλες τις πολλές ικανότητες που διαθέτει…

Δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, δεν έχει ολοκληρώσει καμιά δουλειά ή σταδιοδρομία, δεσμό, οικογένεια…
Για τον Αλέκο το παν είναι το στυλ. Του αρέσει όλα να κρατάνε σε μικρές διάρκειες, ώστε να φαίνεται η ευφυΐα, η αποτελεσματικότητα του και κυρίως το στυλ στις κινήσεις του.

Θέλει σε κάθε αναμέτρηση να βγαίνει νικητής. Όχι μόνο να κερδίζει αυτό που υποστηρίζει ή διεκδικεί, αλλά και να το κάνει με στυλ, δηλαδή να κερδίζει το κοινό γύρω του που τον παρακολουθεί, να πληθαίνουν οι θαυμαστές του.
Υπολογίζει ιδιαίτερα τους θαυμαστές του. Δίνει για αυτούς κάθε φορά μια μικρή παράσταση: όταν μιλάει στο τηλέφωνο, όταν διηγείται μια ιστορία, όταν προτείνει μια ιδέα για να γεμίσουν τις βαρετές ώρες τους.  
Με τον καιρό έχει αναπτύξει ένα συγκεκριμένο τύπο συμπεριφοράς:
ο τρόπος που μιλάει

ο τρόπος που χαιρετάει

ο τρόπος που κοιτάζει
ο τρόπος που υποστηρίζει την άποψη του

ο τρόπος που κερδίζει

ακόμα και ο τρόπος που χάνει
Ο Αλέκος από παλιά κέρδιζε πάντα τη παρέα, γινόταν ο αρχηγός της, χάραζε το στίγμα της, έδειχνε την κατεύθυνση της.

Στο σχολείο όλοι θέλανε να είναι οι κολλητοί του.  
Δεν ήταν ποτέ καλός μαθητής με την έννοια του επιμελή μαθητή, αλλά ήταν ένας ευφυής μαθητής.  

Την εποχή που τελείωνε το Λύκειο ήταν της μόδας η άρνηση στη δουλειά και στις σπουδές. Ο ίδιος είχε οργανώσει μια μικρή θεωρία που υποστήριζε αυτή την άποψη και την έλεγε στους θαυμαστές του.  
Είχε πάρει στον λαιμό του αρκετούς συμμαθητές  του που ακολούθησαν  τις θεωρίες του.

Ο ίδιος όμως δεν τις ακολούθησε …
Στην αρχή δέχτηκε μια απειλή από τον πατέρα του για το κόψιμο του χαρτζιλικιού. Όμως το τελικό χτύπημα ήταν ο συναισθηματικός εκβιασμός από την μάνα του, τη μόνη γυναίκα που πραγματικά λάτρευε… έτσι βρέθηκε να δίνει στις πανελλήνιες.

Επειδή οι γονείς του δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη για την συνέχιση της μελέτης, βάλανε την αδελφή της μάνας του, μια φιλόλογο, να του κάνει μαθήματα. Η όμορφη θεία, που της είχε και αυτής αδυναμία, ολοκλήρωσε την οικογενειακή παγίδα που του είχε στηθεί.
Ο Αλέκος δέχτηκε γιατί ήταν απόλυτα σίγουρος ότι θα αποτύχει. Τελικά έπεσε έξω: ήταν ο τελευταίος που πέρασε στην Αθήνα στο φιλολογικό.
Τελείωσε μόνο τα δύο εξάμηνα, του άρεσε γιατί ήταν ανάμεσα σε κορίτσια που όλα τον λάτρευαν.
Μετά έγινε ο αιώνιος φοιτητής, έπαιρνε την κάρτα μόνο για τα λεωφορεία  

Μετά μπλέχτηκε με την οικολογία
Με τους ποδηλάτες

Τους ανένταχτους

Μετά ήρθε η εποχή της αγανάκτησης.
Άρχισε να αγανακτεί με την κατάσταση, με τους εργοδότες, με την βουλή, με την φορολογία, με την Μέρκελ, ακόμα και με τους φίλους του. Στο τέλος με τον ίδιο του τον εαυτό.

 Ο Αλέκος δεν είναι γραφικός τύπος.
Είναι μια ιδιόμορφη κατάσταση ενός ιδιοφυούς ατόμου που για κάποιο λόγο έχει χάσει το δρόμο του. Θα μπορούσε κάτω από ειδικές συνθήκες, αν τον ενθουσίαζε κάποιο γεγονός έντονα, και κατόρθωνε να πειθαρχήσει σε ένα θέμα για μεγάλη διάρκεια, θα μπορούσε να φτάσει ψηλά.  

Αυτή η συνθήκη όμως μέχρι τώρα δεν είχε υπάρξει. Δεν είχε βρεθεί το πρόσωπο ή  το γεγονός, που να τον κάνει να υπερβεί την καθημερινή του κατάσταση και να τον αναγκάσει να αντιδράσει διαφορετικά. Να αξιοποιήσει την ευφυΐα του. Χωρίς στόχο ή κάποιο ενδιαφέρον πρόβλημα ο ιδιόμορφος τρόπος σκέψης του περιοριζόταν στο να ροκανίζει τον εγκέφαλο του, να διαστείλει τις δράσεις του  να ακυρώνει οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Το μυαλό του, σαν ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο δεν παρήγαγε πια τίποτα  το αξιόλογο πάρα μόνο μια έντονη μορφή ασάφειας και αδιέξοδου.
Σε όλα αυτά το μόνο που τον έσωζε θα ήταν πάλι το στυλ.

Αυτό το στυλ και η αποδοχή του στους κύκλους του, τον ικανοποιούσε απόλυτα και δεν χρειαζόταν να ψάξει κάτι πιο βαθύ με τις ικανότητες που όντως διάθετε.

Πολλές φορές όμως τον έφερνε και αυτό σε ένα αδιέξοδο, τόσο ασαφές που δεν το έπαιρνε καν είδηση.
Αφού πέρασε ένα μήνα ο Αλέκος στο σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους και προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να βρει μια λύση στα προβλήματα και να την ανακοινώσει στις ανοιχτές συνελεύσεις, διαπίστωσε ότι μάλλον δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει.

Διαπίστωσε με τρόμο ότι είχε χάσει το στυλ του. Είχε αρχίσει να μην κερδίζει το κοινό… ή το πρόβλημα ήταν πολύ δύσκολο, τον ξεπέρναγε.
Πήρε όμως εκείνη τη στιγμή μια σημαντική  απόφαση:

Να φύγει από το πατρικό του σπίτι.
Δεν είχε σκεφτεί πολύ καλά όλες τις λεπτομέρειες, απλά αποφάσισε να οργανώσει μόνος του τη ζωή του.                   

Απάντησε σε μια αγγελία στο facebook, του άρεσε και η φωτογραφία της κοπέλας που έγραφε ότι είχε βρει καλύτερο σπίτι και έψαχνε να υπενοικιάσει το δικό της.
Για κάποιο λόγο τον έκανε να ενδιαφερθεί για αυτή την κατάσταση. Έριξε μια ματιά στο προφίλ της ( ανθρωπολογικές έρευνες, φράσεις (που ο ίδιος δεν θα τις έλεγε ποτέ)  στο τοίχο με αρκετά like) … σίγουρα δεν ήταν από τα άτομα που θα γινόταν θαυμάστρια του στυλ του. Αυτό τον έριξε και άλλο,  σε σχέση με την αλλαγή που θα ήθελε να κάνει στη ζωή του.
Η κοπέλα ήταν κοινωνιολόγος και έκανε έρευνα στα γεγονότα του 19ου αιώνα στην Ελλάδα που δημιούργησαν την σημερινή κατάσταση. 

Παρόλα αυτά ο Αλέκος συντόνισε τις δυνάμεις του και προσπάθησε να τις την πέσει.
Το μόνο που κατόρθωσε όμως ήταν  να βρεθεί στο διαμέρισμα που ήθελε να ξεφορτωθεί η κοινωνιολόγος με ένα νοίκι να τρέχει.

Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο: Βρισκόταν σε ένα διαμέρισμα χάος με οτιδήποτε αντικείμενο είχε μαζέψει τα τελευταία χρόνια μαζί με διάφορα άλλα αντικείμενα που δεν είχε ακόμα πάρει η παλιά ένοικος από το διαμέρισμα.
Δεν ήξερε τι ακριβώς να κάνει; Από που να αρχίσει; Πώς να οργανώσει την καινούργια κατάσταση;

 Βέβαια με όλη την ψυχραιμία και αξιοπρέπεια που διέθετε προσπαθούσε να διατηρήσει  το στυλ του, να είναι χαλαρός.
Η προηγούμενη ένοικος τον παγίδευσε, χωρίς να το θέλει, μέσα σε πολύ απλά, άλλα στέρεα σχήματα σκέψης, οι οποίες τον έφεραν αντιμέτωπο σε πρωτόγνωρα διλήμματα που περιγράφονται μέσα σε απλές φράσεις.

Ήταν το στυλ της παλιάς ενοίκου που δεν άφηνε πολλά περιθώρια: τον είχε γοητεύσει σε επικίνδυνο βαθμό. Είχε παγιδευτεί από την ίδια του την τεχνική.
Μόνο που αυτή η αντίπαλος είχε ένα καλά οργανωμένο οπλοστάσιο εκτός του στυλ:

Είχε συγκεκριμένο στόχο, πρόγραμμα, πλάνο εργασίας…
Η συνθήκες αυτές τελικά τον έφεραν αντιμέτωπο με ένα κείμενο το οποίο είχε γραφτεί από κάποιον 150 χρόνια πριν. Θα μπορούσε εν δύναμη κάτω από άλλες συνθήκες να είχε γραφτεί το κείμενο από ένα μυαλό σαν το δικό του… αν είχε βρει τον δρόμο του… δυστυχώς όμως βρισκόταν πολύ μακριά από αυτόν τον δρόμο.

Το κείμενο προτεινόμενο από την κοπέλα που άθελα της τον είχε παγιδεύσει, όπως η μάνα του και η όμορφη θεία του παλαιότερα, βρισκόταν μπροστά του σαν πρόκληση… και ως γνωστόν του άρεσαν οι προκλήσεις.
Ξεκίνησε την ανάγνωση, στην αρχή από περιέργεια, μετά από ανία, μετά από θυμό  για αυτά που διάβαζε.

Το κείμενο σταδιακά τον ρούφηξε μέσα του, τον μεταμόρφωσε σε ήρωα, τον ήρωα του έργου που διάβαζε.
Από κάποια στιγμή και μετά δεν μπορούσε να βγει έξω από το κείμενο… εκτός από ένα τηλεφώνημα της κοπέλας που αυτή τον έσπρωξε σε αυτή την ανάγνωση. Τελικά μόνο αυτή μπορούσε να σταματήσει την συγκεκριμένη ανάγνωση.
 
- Καλησπέρα, είμαι η παλιά ένοικος, μήπως βρήκες ένα φάκελο με το όνομα: Η αρχή Αθήνα 1895 περίπτωση Ροΐδη;

Θυμίζει το «Happy end» των ταινιών του 60, όμως ισχύει το 2013; Για το συγκεκριμένο έργο δεν έχει καμία σημασία. Ποιο σημαντική είναι η ερώτηση που ο Αλέκος – νεκροθάφτης – Ροΐδης απευθύνει προς το κοινό: «Επείνασες συ ποτέ σου;»      

Αρχείο υλικών για την ολοκλήρωση της δημιουργίας του έργου: Ασμοδαίος: εβδομαδιαία σατυρική και γελοιογραφική εφημερίδα που εξέδιδε στην Αθήνα ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μαζί με τον Θέμο Άννινο.

Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε για μια μόνο δεκαετία, από το 1875 μέχρι το 1885, με μιά μικρή μόνο διακοπή κατά τον Ιούλιο του 1876. Ως προμετωπίδα της εφημερίδας φέρονταν ο βιβλικός δαίμονας Ασμοδαίος σε μορφή μικρού τοξοβόλου σάτυρου ερωτιδέα.

Ο Ασμοδαίος  είναι ένας ημι-βιβλικός δαίμονας που είναι γνωστός χάρη κυρίως στο βιβλίο του Τωβίτ. Αναφέρεται επίσης σε ορισμένους ταλμουδικούς θρύλους και στη δαιμονολογία, ως ηγετική μορφή κατά την κατασκευή του ναού του Σολομώντα. Κατά τη γνώμη πολλών ακαδημαϊκών, θρύλοι για τον Ασμοδαίο προέρχονται από το Ζωροαστρισμό, και ενσωματώθηκαν στον Ιουδαϊσμό (και επομένως και στον Χριστιανισμό) κατά την κυριαρχία των Αχαιμενιδών Περσών στους Ιουδαίους.

Σημαντικότεροι συνεργάτες της εφημερίδας αυτής ήταν οι Γεώργιος Σουρής, Μιχαήλ Μητσάκης, Ευάγγελος Κουσουλάκος, Δημήτριος Κόκκος, Αριστείδης Ρούκης, Μπάμπης Άννινος, Νικόλαος Σαράντης κ.ά.

Η σάτυρα αλλά και η ευφυολογία του Ασμοδαίου σε γενικές γραμμές ήταν κόσμια, κομψή, πολιτισμένη χωρίς τίποτε το άγριο και χωρίς προσωπικές επιθέσεις. Διακρίνονταν όμως περισσότερο για τις υπέροχες εικονογραφήσεις που περιελάμβανε, σε πνεύμα λεπτότητας, που οφείλονταν κυρίως στον Θέμο Άννινο που είχε αναγάγει τη γελοιογραφία σε επίπεδο "υψηλής τέχνης".

 Στο τελευταίο φύλλο του Αυγούστου του 1885 η ανακοίνωση της παύσης της έκδοσης αναγγέλθηκε με στίχους του Σουρή. Ο υπογράφων στον Ασμοδαίο με το ψευδώνυμο "Θεοτούμπης", Εμμανουήλ Ροΐδης, αποχαιρέτησε τους αναγνώστες με το τελευταίο του άρθρο που καυτηρίαζε τους διάφορους κατά καιρούς επικριτές του:

Τὸ τελευταῖον ἄρθρον τοῦ Ἀσμοδαίου


 Ὁ Θεοτούμπης παραιτεῖται τοῦ Ἀσμοδαίου, πιθανῶς δὲ καὶ ὁ Ἀσμοδαῖος τῆς δημοσιότητος ἐπί τινα καιρόν· πράττει δὲ τοῦτο κατὰ καθῆκον, πεισθεὶς ὅτι τὰς ἰδέας του περὶ διαθέσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ τῆς Ἑλλάδος ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος ἀδύνατον εἶναι νὰ συμμερισθῇ ἡ πλειονοψηφία τοῦ εὐγενοῦς κοινοῦ καὶ τῆς γενναίας φρουρᾶς.
Ἡ πεποίθησις αὕτη ἤστραψεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀκαταμάχητος καὶ φοβερὰ προχθὲς ἐν τῷ θεάτρῳ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἐνῶ διήρχετο διὰ τῶν διόπτρων τὰ θρανία τὰ βρίθοντα, ἕνεκα τῆς ἀργίας τοῦ Φαλήρου, γνωρίμων προσώπων. Ἀλλὰ μεταξὺ ἑκατὸν τοιούτων οὐδὲ εἰκόσιν ὑπῆρχον μὴ ὑπηρετοῦντα τὴν πατρίδα διὰ τοῦ ξίφους ἢ τοῦ καλάμου ἐπὶ δικαία ἀμοιβή.
Ἡ ἀναλογία αὕτη ὑπαγορεύει εἰς ἡμᾶς τὴν ἀκόλουθον ὀρθήν, νομίζομεν, σκέψιν: Ὁ πολὺ πληθυσμὸς τῆς Ἑλλάδος συνίσταται ἐκ πεντήκοντα χιλιάδων ἀνθρώπων γνωριζόντων ἀνάγνωσιν καὶ ἀνορθογραφίαν καὶ τρεφομένων ὑπὸ ἑνὸς ἐκατομμυρίου ἀγραμμάτων φορολογουμένων. Ἀλλ᾿ οὔτε οἱ ἀγράμματοι οὖτοι δύνανται ν᾿ ἀναγνώσωσι τὸν ὑπὲρ αὐτῶν συνηγοροῦντα Ἀσμοδαῖον, οὔτε παρὰ τῶν ἐν πρυτανείῳ τρεφομένων ἀναγνωστῶν του δύναται οὖτος νὰ ἐλπίσῃ, ὅτι χάριν αὐτοῦ καὶ τῆς πατρίδος θέλουσιν ἀνταλλάξει ἀντὶ ποδιὰς μαγείρου ἢ βελόνης ὑποδηματοποιοῦ τὸ εὐγενὲς ἐπάγγελμα τοῦ κοσμεῖν τὰς στήλας τοῦ προϋπολογισμού. Ὁ κ. Ζαΐμης ἔχει λοιπὸν πληρέστατα δίκαιον ἀποφαινόμενος ὅτι ἄσκοπος εἶναι ὁ Ἀσμοδαῖος, ὁ ἀπαιτῶν παρ᾿ αὐτοῦ καὶ τῶν συμμάχων τοῦ ν᾿ ἀφίνωσι ψιχία τινὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου αὐτοῦ τοῦ τρέφοντος τὴν ἀγέλην τῶν δασοφυλάκων, καθηγητῶν, βαθμοφόρων, συνταξιούχων, ὑποτρόφων, γραφέων καὶ ἄλλων στύλων τῆς πλειονοψηφίας.
Ἐν πάσῃ λοιπὸν ταπεινότητι ὁμολογοῦμεν ὅτι ὁ πράγματι ἄσκπος σήμερον Ἀσμοδαῖος τότε μόνον δύναται νὰ ἔχῃ πρακτικόν τινα σκοπόν, ὅταν δυνηθῇ νὰ στρατολογήση ἀναγνώστας μεταξὺ τῆς τάξεως ὑπὲρ ἧς συνηγορεῖ ἀντὶ ἐκείνης ὑφ᾿ ἧς ἀναγινώσκεται. Ἀλλὰ κατὰ τοῦ τοιούτου κινδύνου ἀσφαλῆ ἔλαβον μέτρα οἱ συντάκται τοῦ προϋπολογισμοῦ, ὁρίσαντες ἐν αὐτῷ ὑπὲρ μὲν τῆς ἀνωτέρας ἐκπαιδεύσεως, ἤτοι τοῦ φυτωρίου ἐξ οὗ στρατολογεῖται ὁ ἱερὸς λόχος τῶν κηφήνων, ἓν καὶ ἥμισυ ἐκατομμύριον, διὰ δὲ τοὺς παῖδας τοῦ γεωργοῦ, ἐξ αἰσχύνῃς νὰ μὴ ἀφήσωσι τίποτε, δραχμὰς ἑκατὸν πεντήκοντα χιλιάδες.
Μή τις νομίσῃ ὅτι πρὸς κατηγορίαν τῶν πολιτευομένων ἀνεγράψαμεν τοὺς ἀνωτέρω δύο ἀριθμούς. Ἀπ᾿ ἐναντίας προθύμως ἀναγνωρίζομεν ὅτι φρονίμως καὶ συνετῶς πολιτεύονται μὴ ἐπιτρέποντες νὰ μανθάνῃ γράμματα πᾶς μὴ κηφήν. Ἐν τῇ Δύσει, ἅμα ἠδυνήθη ν᾿ ἀναγνώσῃ ὁ λαὸς τὸ εὐαγγέλιον, εὐθὺς ἀπελάκτισε τὸν Πάπαν καὶ ἐν τῇ πρώτῃ ὁρμῇ τῆς ἀγανακτήσεώς του ἔκαυσε τὰ μοναστήρια καὶ ἐκρέμασε τοὺς ἱερεῖς. Ὁμοία τὶς ἐπίκειται καὶ παρ᾿ ἡμῖν διαμαρτύρησις, ἅμα, πλὴν τῶν μυρίων φορολογούντων, δυνηθῶσι καὶ οἱ ἑκατοντακισμύριοι φορολογούμενοι ν᾿ ἀναγνώσωσι τῆς Ἑλλάδος τὸν προϋπολογισμόν.
Ἐκ τῆς ἀναγνώσεως ταύτης ἤθελον διδαχθῇ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὅτι, ἐνῶ κατ᾿ ἀναλογίαν τῶν ἄλλων ἐθνῶν, ἔπρεπε νὰ ἀρκῇ ἐν ἥμισυ ἐκατομμύριον πρὸς εἴσπραξιν τῶν φόρων, ἐξοδεύονται τέσσαρα πρὸς τοῦτο παρ᾿ ἡμῖν· ὅτι ἄνευ στόλου ἢ στρατοῦ καταβάλλονται περὶ τὰ πέντε εἰς μισθοὺς χερσαίων καὶ θαλασσίων, ἐν ἐνεργείᾳ, διαθεσιμότητι ἢ συντάξει βαθμοφόρων, μετὰ δὲ τὴν τελευταίαν κατὰ τῆς στηλιτικῆς σπατάλης ἐξέγερσιν, ἀντὶ τῆς ἐλπιζομένης ἐλαττώσεως, ηὐξήθη κατὰ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδας δραχμῶν τὸ ἐτήσιον ἔξοδον πρὸς συντήρησιν ἐπωμίδων.
Οἱ ἀπηλπισμένοι ἀναθέτουσιν εἰς τὸν θάνατον τὰς ἐλπίδας. Οὕτω καὶ τὸ ταμεῖον ἡμῶν ἤλπιζεν ἐξ αὐτοῦ βαθμιαίαν ἐλάφρωσιν τοῦ πιέζοντος αὐτὸ ἄχθους. Ἀλλά, κατὰ παράδοξον ἀντίφασιν, ἐφ᾿ ὅσον ἀποθνῄσκουσι, πολλάκις ἐπὶ τῆς ψιάθης, οἱ συνταξιοῦχοι τοῦ μεγάλου ἀγῶνος, ἐπὶ τοσοῦτον αὐξάνουσιν αἱ ἤδη διπλασιασθεῖσαι συντάξεις. Οἱ ὄνυχες τῆς ἁρπακτικῆς ἀγέλης εἶναι παρ᾿ ἡμῖν ὀξύτεροι ἢ τὸ δρέπανον τοῦ θανάτου.
Ἀγαπῶντες πρὸ παντὸς ἅλλου τὴν δικαιοσύνην, δὲν λέγομεν ὅτι εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἀρέσκονται πάντες ἀνεξαιρέτως οἱ βουλευταὶ καὶ κομματάρχαι, ἀλλὰ τοῦτο μόνον: ὅτι τινὲς ἐξ αὐτῶν τὴν ἐδημιούργησαν ἐκ φιλαρχίας, σήμερον δὲ πάντες ὑφίστανται αὐτὴν ἐξ ἀνάγκης. Οἵ τε φαῦλοι καὶ οἱ ἀγαθοὶ πράττουσι παρ᾿ ἡμῖν τὰ αὐτά, ἡ δὲ μεταξὺ αὐτῶν διαφορὰ περιορίζεται εἰς τὸ ὅτι οἱ μὲν τὰ πράττουσι μετὰ χαρᾶς, οἱ δὲ ἄνευ χαρᾶς.
Ἡ θέσις τῶν παρ᾿ ἡμῖν πολιτευομένων πολὺ ὁμοιάζει τὴν τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Βυζαντινῆς Ῥώμης, οἵτινες πρὸς κατάληψιν τοῦ θρόνου συνεμάχουν μετὰ Φράγκων, Τούρκων καὶ Βουλγάρων, εἰς οὖς αὐτοί τε καὶ οἱ ὑπήκοοι αὐτῶν ἐπλήρωνον ἔπειτα λύτρα. Ἀπαραλλάκτως καὶ οἱ ἡμέτεροι φατριάρχαι, πρὸς σχηματισμὸν ἢ ἐνίσχυσιν κόμματος, ἐστρατολόγουν ἐκ τῶν τριόδων μισθοφόρους, οὖς ἐπλήρωνον διὰ δημοσίων χρημάτων, ἤτοι διὰ δημιουργίας θέσεων ὅλως περιττῶν. Τῶν τοιούτων μισθοφόρων ἐπὶ τοσοῦτον ἐπολλαπλασιάσθη προϊόντος τοῦ χρόνου ὁ ἀριθμὸς καὶ τὸ θράσος, ὥστε κατέστησαν σήμερον ἡ μόνη ἀξιόμαχος δύναμις τῆς Ἑλλάδος, πρὸ τῇ ςοποίας καὶ βασιλεία καὶ κυβέρνησις καὶ Βουλὴ καὶ ὁλόκληρον τὸ ἔθνος κύπτει τὸ γόνυ μετὰ τρόμου.
Ἐσφαλμένως, νομίζομεν, παρωμοίασάν τινες τοὺς ἡμετέρους κομματάρχας πρὸς ἀρχηγοὺς λῃστρικῶν συμμοριών. Τὸ πταῖσμα αὐτῶν εἶναι ὅτι ἐδημιούργησαν τὰς συμμορίας· σήμερον ὅμως, ἀντὶ νὰ εἶναι ἀρχηγοὶ αὐτῶν, κατήντησαν ἁπλοῖ μεσῖται, διὰ τῶν ὁποίων αἱ συμμορίαι αὗται διαπραγματεύονται πρὸς τὸ ἔθνος τὰ λύτρα ἀνθ᾿ ὧν συγκατανεύουσι νὰ παραχωρήσωσιν αὐτῷ ἀσφάλειαν ζωῆς καὶ περιουσίας. Τὰ λύτρα ταῦτα καλοῦνται κατ᾿ εὐφημισμὸν προϋπολογισμός. Ἀπόδειξις ὅμως τοῦ ἀληθοῦς αὐτῶν χαρακτῆρος εἶναι ἡ δουλικὴ εὐπείθεια μεθ᾿ ἧς ὁλόκληρος ἡ Βουλή, σιγώσης τῆς ἀντιπολιτεύσεως, σπεύδει νὰ τὰ καταβάλῃ ἄνευ συζητήσεως εἰς τὸν εἰσπράκτορα τῆς κατισχυούσης συμμορίας, καλῶς γνωρίζουσα ὅτι πᾶσα ἀντίστασις ἢ ἀπόπειρα ἐλαττώσεως αὐτῶν ἤθελε τιμωρηθῇ δι᾿ ἀναστατώσεως τὴν ἐπιοῦσαν.
Τὸ δὲ ὄντως λυπηρὸν εἶναι ὅτι καὶ ὑποτασσόμενοι εἰς πᾶσαν ταπείνωσιν καὶ κακουχίαν, στέργοντες νὰ μένωμεν ἄοπλοι καὶ εἰς πᾶσαν ὕβριν ἐκτιθέμενοι, πάλιν δὲν κατορθοῦμεν νὰ πληρώνωμεν ὁλοσχερῶς τὰ κατ᾿ ἔτος ἐξογούμενα ἡμῶν λύτρα, ἀναγκαζόμενοι νὰ δανειζώμεθα ἀκαταπαύστως, καὶ ἴσως μετ᾿ οὐ πολὺ νὰ παραστήσωμεν τὸ πρωτοφανὲς ἐν τῇ ἱστορίᾳ θέαμα ἔθνους χρεωκοποῦντος ἄνευ παρασκευῶν, ἄνευ πολέμου, ἄνευ ἐπαναστάσεως ἢ ἄλλης τινὸς ἐκ τῶν μέχρι τοῦδε γνωστῶν προφάσεων χρεωκοπίας. Τοῦτο πάντες βλέπομεν, ἡ δὲ ἐπιστήμη τὸ κηρύττει διὰ τοῦ στόματος τοῦ κ. Σούτσου, ὑποδεικνύοντος τὰς οἰκονομίας ὡς τὴν μόνην σωτηρίας ὁδόν. Πρὸς ταύτην ὅμως οὐδεὶς πολιτευόμενος τολμᾷ νὰ τραπῇ, οὐχὶ ἐξ ἐλλείψεως πατριωτισμοῦ, ἀλλὰ διότι καλῶς γνωρίζει ὅτι ἀδύνατον εἶναι νὰ προχωρήσῃ ἐπ᾿ αὐτῆς, χωρὶς νὰ προσκρούσῃ ἀνὰ πᾶν βῆμα εἰς προσωπικὰ συμφέροντα, ἅτινα θέλουσιν ὀρθωθῇ κατ᾿ αὐτοῦ ὡς ἔχιδναι φαρμακεραὶ τῶν ὁποίων ἐπατήθη ἡ οὐρά.
Εἰς τὴν ἀνάπτυξιν ταύτην, τοῦ τι ἐννοοῦμεν διὰ τῆς λέξεως ἀγέλη προέβημεν, ἀποχαιρετῶντες σήμερον τὴν δημοκρατίαν, διότι, παρεξηγοῦντές τινες ἡμᾶς, ὑπέθεσαν ὅτι τὸ ὄνομα τοῦτο ἀποδίδομεν εἰς αὐτὴν τὴν Βουλήν, ἐνῶ αὕτη, ὡς καὶ πᾶσα ἐν Ἑλλάδι ἐξουσίᾳ, οὐδὲν ἄλλο εἶναι εἰμὴ θαλαμηπόλος καὶ ἐκ φόβου τροφοδότις τῆς νεμομένης τὸν τόπον παντοδυνάμου ἀγέλης.
Κατὰ ταύτης μόνης ἐκήρυξε πόλεμον ὁ Ἀσμοδαῖος καὶ ἤλπιζεν ἐν τῇ ἁπλότητι τῆς καρδίας του ὅτι ῥίπτων ἀκαταπαύστως μυΐας εἰς τὸ πινάκιον ὅπερ παραθέτει τὸ ἔθνος εἰς τοὺς Πύρλας, Δαραλέξας, Θεοδώρους, Παγκράτας καὶ Γαρδελίνους, ἤθελε κατορθώσει ν᾿ ἀηδιάσωσι τὸ φαγητόν. Ἀλλ᾿ οἱ κύριοι οὖτοι δὲν εἶναι σικχασάριδες.
Παραιτούμενοι σήμερον ἀνωφελοῦς ἀγῶνος, παρηγορούμεθα διὰ τῆς ἑξῆς σκέψεως: ὅτι πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἔθνη κατὰ περίοδόν τινα τοῦ βίου τῶν ὑπέστησαν αἰσχρόν τινα ζυγόν. Κατὰ τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα ἐδέσποζον ἐν Ἰσπανίᾳ οἱ Ἱερεξετασταί, κατὰ τὸν δέκατον ἕκτον οἱ δολοφόνοι ἐν Ἰταλίᾳ καὶ κατὰ τὸν δέκατον ὄγδοον ἐν Γαλλίᾳ αἱ πόρναι. Οὕτω καὶ παρ᾿ ἡμῖν σήμερον αἱ βδέλλαι τοῦ προϋπολογισμοῦ.
Παράδοξον θέλει φανῇ εἰς πολλούς, ἀλλ᾿ ἐν τούτοις εἶναι ἀληθὲς καὶ τὸ ἑξῆς: ὅτι οἱ ἀπαρτίζοντες τὴν φθοροποιὸν ταύτην ἀγέλην δὲν εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κακοὶ ἄνθρωποι. Οἱ εἰς Ἀφρικὴν περιηγηταὶ περιγράφουσι φυλάς τινας ἀνθρωποφάγων, οἵτινες εἶναι κατὰ τὰ ἄλλα τίμιοι, ἥμεροι, φιλόξενοι καὶ περιποιητικοί, μόνον ἐλάττωμα ἔχοντες τὴν κακὴν συνήθειαν νὰ τρώγωσιν ἀνθρώπινον κρέας, ὡς οἱ ἡμέτεροι κηφῆνες νὰ ῥοφῶσι τὸν ἱδρῶτα τοῦ λαοῦ.
Σπογγίζων τὸν κάλαμον, εὐχαριστεῖ ὁ Ἀσμοδαῖος τοὺς εὐμενεῖς ἀναγνώστας τοῦ διὰ τὴν ὄντως σπανίαν ἐν Ἑλλάδι προθυμίαν μεθ᾿ ἧς ὑπεδέχθησαν αὐτόν. Ἀληθὲς ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι ὅτι τὰ δημοσιογραφικὰ ὄργανα τῆς ἀγέλης τὸν ὠνόμασαν ἐν συναυλίᾳ ἀσεβῆ, ἄπατριν, χριστομάχον, προδότην, φατριαστὴν καὶ κακοήθη. Ταῦτα πάντα ἀνεγινώσκομεν γελῶντες· ἀλλ᾿ ἐπὶ τέλους μία τῶν ἐφημεριδῶν τούτων, ἀποκαλέσασα τὸν Ἀσμοδαῖον συνάδελφον, εὗρε τὸ τρωτὸν τοῦ θώρακός του καὶ ἠνάγκασεν αὐτὸν νὰ ῥίψῃ τὸν κάλαμον ἀνακράζων: «Ἔστω προδότης, ἄπατρις, ἀσεβὴς καὶ κακοήθης. Ἀλλὰ συνάδελφος τῶν ἀνθρώπων τούτων! Ἀπόστρεψον, Κύριε, ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο».
Από την Βίκιπαίδεια την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια



Τα τεύχη του Ασμοδαίου βρίσκονται στη  Ψηφιακή συλλογή Κοσμόπολις

Η ψηφιακή συλλογή Κοσμόπολις περιλαμβάνει το πλήρες κείμενο 20 φιλολογικών και λογοτεχνικών περιοδικών που κυκλοφόρησαν στο ελληνικό κράτος, αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, από το 1834 ώς το 1930.Η δημιουργία της συλλογής αποτελεί το φυσικό αντικείμενο της δράσης «Ψηφιοποίηση και Δικτυακή Διάθεση του περιεχομένου Ελληνικών Φιλολογικών Περιοδικών», που υλοποιείται στο πλαίσιο του έργου Τηλεφάεσσα: Παροχή Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών της Βιβλιοθήκης & Κέντρου Πληροφόρησης (ΒΚΠ) του Πανεπιστημίου Πατρών προς την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η δημιουργία της ψηφιακής συλλογής «Κοσμόπολις» ξεκίνησε με κοινή πρωτοβουλία και ερευνητική ευθύνη που ανέλαβαν η Αθηνά Γεωργαντά (Αναπλ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών) και η Μαρία Ρώτα (Διδάσκουσα ΠΔ 407/80 στο ίδιο Τμήμα). Η δράση υλοποιείται από τη ΒΚΠ σε συνεργασία με το Τμήμα Φιλολογίας (Ειδίκευση Νεοελληνικής Φιλολογίας) του Πανεπιστημίου Πατρών, την Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ) και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών."